Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Για ένα καινούριο Πολιτικό Λεξικό






Στην Ελλάδα εισαι ό,τι δηλώσεις, είχε πει ο Γιάννης Τσαρούχης και δε θα μπορούσε να περιγραφεί ίσως ευστοχότερα ο ιδεολογικός αυτοπροσδιορισμός των περισσοτέρων Ελλήνων.
Η ρήση όμως αφορά και τα ελληνικά κόμματα, τα οποία συχνά, όταν γίνονταν κυβέρνηση, εφάρμοζαν λύσεις είτε αντίθετες από τις εννοούμενες αρχές τους, είτε τελείως διαφορετικές από τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις.

Στην ελληνική πολιτική, δυστυχώς τα κόμματα προσδιορίζονται είτε με σύνδρομα εμφυλιακά, είτε ετεροπροσδιορίζονται. 
Η Αριστερά, δεκαετίες τώρα, είναι αντίθετη υποτίθεται με όσα χαρακτηρίζουν το “κράτος της Δεξιάς”, δηλαδή την εθνικοφροσύνη, τη συνδιαλλαγή με την εκκλησία και τη θρησκοληψία, την απορρόφηση παρακρατικών στοιχείων, την αστυνομική καταπίεση, τις παντός είδους πολιτικές διώξεις και βεβαίως, την επιλογή δημοσίων στελεχών, με κομματικά κριτήρια. 

Η Δεξιά, αντίστοιχα, ακόμα σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται με κάμποσα των παραπάνω: με το ευαγγέλιο στο χέρι και αποφυγή κάθε τι που θα δυσαρεστούσε την εκκλησία, με ιδιαίτερη ευαισθησία πρωτίστως στα προβλήματα των ενστόλων, με εκλεκτικές συγγένειες με στελέχη φιλομοναρχικών τάσεων, με καμία αμφισβήτηση των κατεστημένων θεσμών και με έναν πατριωτισμό, ο οποίος είναι ένα μίγμα όλων των παραπάνω και αναλώνεται στη φανατική λατρεία συμβόλων απροσδιόριστης ουσίας.

Το λεγόμενο “Κέντρο” το οποίο εκφράστηκε στο απόγειό του από την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου και έφτασε στην εξουσία στην καλύτερή του στιγμή το 1963, παραμένει ακόμα ασαφώς προσδιορισμένο. Οι περισσότεροι το έχουν ταυτίσει με μια απροσδιόριστη μετριοπάθεια. Τα δε τελευταία χρόνια, συκοφαντήθηκε από την Αριστερά, ως μια επιλογή “απολιτίκ”, ήτοι πολιτών αδιάφορων, που ψηφίζουν περίπου στα τυφλά. 

Η αναγκαστική εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας και των τριών μνημονίων, από κόμματα, που πρωταρχικά παρουσιάζονταν ως αντιμνημονιακά, έβαλε τόσο νερό στο ιδεολογικό τους κρασί, με αποτέλεσμα να μην πίνεται με τίποτα.

Παράλληλα, ο συνεχής ετεροπροσδιορισμός, ενέτεινε τη σύγχυση στα μάτια των πολιτών. Η Αριστερά έχτισε τη μυθολογία της, ως το αδικημένο και κυνηγημένο παιδί της κοινωνίας. Ο μετεμφυλιακός της κατατρεγμός, διατήρησε μια συμπόνια, που τακτικιστικά, μετατράπηκε σε “ηθικό πλεονέκτημα”. Αριστερός είναι ο καλός άνθρωπος, που νοιάζεται, που συντρέχει τους πένητες, σαν ένα είδος καλού Σαμαρείτη.  Ο Αριστερός είναι τίμιος, εκ προοιμίου, πάντα καλών σκοπών και αγαθών προθέσεων, πάντα πρώτος στους αγώνες για κάθε τι αόριστο: εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια.
Εν αντιθέσει βέβαια με όλους τους άλλους, οι οποίοι είναι τα ακριβώς αντίθετα: κακοί, διεφθαρμένοι, αναίσθητοι στη δυστυχία του άλλου, αδιάφοροι στις κοινωνικές ανάγκες. Ο Αριστερός είναι καλός, γιατί οι άλλοι είναι κακοί, ή μάλλον, ο Αριστερός είναι καλός άρα οι άλλοι είναι κακοί, κ.ο.κ.

Η μυθολογία χτίστηκε επί δεκαετίες. Και τη στιγμή που το δικομματικό σύστημα κλυδωνίστηκε στις εφαρμογές της λιτότητας, ορθώθηκε για να το εκμηδενίσει, όχι τόσο με επιχειρήματα, αλλά με όρους ταινίας μελό από τη μια και άκρατου συκοφαντικού Γκεμπαιλισμού από την άλλη.

Η αδυναμία, ταυτόχρονα, των έτερων πολιτικών δυνάμεων να αποσαφηνίσουν την ύπαρξή τους, τις κατέστησε ακόμα πιο εύθραυστες και θολές. 
Η κατάρρευση της Αριστερής μυθολογίας, που συντελείται ραγδαία τον τελευταίο χρόνο με την ανάληψη εκ μέρους της της διακυβέρνησης, ανάγκασε όλα τα κόμματα να αντιμετωπίσουν την επιτακτική ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού, με πρακτικό χαρακτήρα. 

Και έθεσε βαθύτατο προβληματισμό στην κοινωνία, η οποία άναυδη αντικρύζει μια αριστερή κυβέρνηση να υιοθετεί εκδικητικά όλες τις παθογένειες που επί δεκαετίες κατήγγειλε, με ένα επίχρισμα νομιμότητας. 

Η ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς πρέπει να γίνει με όρους ιδεολογικού επαναπροσδιορισμού και θεωρητικής εμβάθυνσης, αλλά ταυτόχρονα με σαφές πρακτικό αντίκρυσμα. Τι σημαίνει σήμερα Κέντρο; Τι Αριστερά; Τι θέλουμε να σημαίνουν; το Κέντρο στην Ευρώπη ταυτίζεται με τις φιλελεύθερες δυνάμεις, κάτι που εδώ δεν ισχύει, παρά ελάχιστα, το Κέντρο κατά κανόνα γέρνει προς τα δεξιά, παρά προς τα αριστερά. Οι δε φιλελεύθεροι, στην Αμερική, θεωρούνται Αριστεροί, καθώς μιλούν για κοινωνικες δομές, πλήρως αντίθετες στο απόλυτα ανταποδοτικό αμερικάνικο μοντέλο. 
Η Δεξιά, από την άλλη, στα καθ’υμάς, ακόμα ενδοφλέβια τροφοδοτείται από μετεμφυλιακά στερεότυπα, πέφτοντας έτσι στην παγίδα της παλαιοαριστεράς. Τα μεταρρυθμιστικά ρεύματα ακόμα δεν την έχουν αγγίξει δραστικά. Είναι ενδεικτικό, ότι οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, των δύο τελευταίων δεκαετιών, καμία μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν άφησαν πίσω τους. Στην καλύτερη, υπηρέτησαν προϋπάρχουσες μεταρρυθμίσεις, ή εξωγενείς-βλέπε μνημονιακές, αδυνατώντας να αρθρώσουν έναν πραγματικά σύγχρονο πολιτικό λόγο, αναγνωρίσιμο στην καθημερινότητα. Ακόμα η Νέα Δημοκρατία, είναι μακρυά από τα αντίστοιχα “δεξιά” κόμματα της δυτικής Ευρώπης. Ο δισταγμός της να υποστηρίξει πραγματικά προοδευτικές λύσεις στα κοινοβουλευτικά νομοσχέδια είναι παροιμιώδης.

Ο σύγχρονος πολιτικός λόγος με σαφή αναγνωρισιμότητα, αποτελεί και την κύρια πρόκληση, της Κεντροαριστεράς σήμερα. Πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί εκ νέου, ώστε να οχυρωθεί και απέναντι στις νέες συκοφαντίες της Αριστεράς αλλά και για να γίνει πιο χειροπιαστή στη ζωή των Ελλήνων. Θα πρέπει, να θέσει τις δικές της κόκκινες γραμμές, τους δικούς της απαραβίαστους άξονες. Να αρθρώσει μια νέα γλώσσα, απλή, κατανοητή και ταυτόχρονα να ξαναδώσει στην πολιτική τη χαμένη της πνευματικότητα, που θα την απομακρύνει από τις αγοραίες εκφράσεις και τους ευτελείς εκπροσώπους. 
Και όλα αυτά πρέπει να τα στεριώσει με προτάσεις βιώσιμες, με λύσεις πρακτικές και ένα όραμα μεγάλης πνοής για το μέλλον, χωρίς ανεδαφικές αερολογίες και συνθήματα χωρίς περιεχόμενο.

Αναγκαστικά, η επαναχάραξη των ιδεολογικών γραμμών πρέπει να αρχίσει, ώστε και το πολιτικό προσωπικό να πάψει να είναι ανεμοδούρα. Παρατηρείται το παράδοξο, βουλευτής που έχει αλλάξει τρία διαφορετικά κόμματα, να συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται με τον ίδιο τρόπο, κουβαλώντας την ιδεολογία του σα βαλίτσα εδώ κι εκεί.
Το ιδεολογικό ξεσκαρτάρισμα, με άλλα λόγια, είναι ανάγκη κοινωνική και ιστορική. 

Ζούμε άραγε, παραφράζοντας το Φουκουγιάμα, το τέλος των ιδεολογιών; Ακόμα καλύτερα, παραφράζοντας τους REM, ζούμε το τέλος των ιδεολογιών όπως τις ξέραμε. Και εγώ νιώθω θαυμάσια. Γιατί κάθε τέλος προμηνύει μια νέα καλή αρχή. Όπου το σημαίνον πρέπει να επανασυνδεθεί με το σημαινόμενο.


Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να κάνουμε θεωρία την πράξη που θα χαράξει το μέλλον μας. Μπορούμε; 




Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Πατς Άνταμς!



                                                        


Μπαίνω σε κατάστημα εταιρείας κινητής να πληρώσω το τηλέφωνό μου. Πάω στο ταμείο, μου λέει η υπάλληλος, “μισό λεπτό γιατί έχει μια καθυστέρηση το σύστημα” και μένει προσκολλημένη στον υπολογιστή της. Περνάνε δυο-τρία λεπτά, “τι πρόβλημα έχετε”, τη ρωτάω. “Να, κόλλησε η σύνδεση με το κεντρικό”, μου απαντά. “Καλά, κοτζάμ εταιρεία και κολλάνε οι συνδέσεις σας”, λέω χαμογελώντας προσπαθώντας να κάνω χιουμοράκι, άντε μετά να δουλέψει η σύνδεση του πελάτη. Αυτή με αγριοκοιτάζει λες και της έκανα καμάκι φτηνιάρικο, γυρίζω, ένας πελάτης από πίσω μου με κοιτάζει ακόμα πιο άγρια έτοιμος να με δαγκώσει, μα τι γίνεται σκέφτομαι, εδώ βρωμάει μπαρούτι.

Στο προποτζίδικο την άλλη μέρα παίζω ένα τζοκεράκι. Τον ξέρω τον ιδιοκτήτη, πίσω μου κόσμος ουρά, πιάνουμε κουβέντα και παίρνω το δελτίο ξεχνώντας να τον πληρώσω. “Νίκο, δε με πλήρωσες” μου λέει. “Είπα να σε πληρώσω με τα κέρδη”, χαριτολόγησα. Γελάει κάποιος από πίσω, όλοι οι υπόλοιποι σκυθρωποί, λες και πηγαίνανε για εκτέλεση.

Στο φούρνο το πρωί, πάω για ψωμάκι. Στο ταμείο έχει κάτι βαζάκια με πραλίνα σοκολάτα από βρώμη, από ένα μοναστήρι, που γράφει απάνω “ευλογημένη γεύση” ή κάτι τέτοιο. “Μου φαίνεται ωραίο”, λέω στην κυρία πίσω από εμένα, “ευλογημένες θερμίδες θα έχει αυτό εδώ”. Εκείνη με κοιτάζει σοκαρισμένη, σαν να της είπα καμιά χυδαιότητα, γρήγορα συνέρχεται, χαμογελάει και μου απαντάει στον ίδιο τόνο.
                                             
                                               
                                                


                                    
Ίσως να μην ήταν και τα πιο επιτυχημένα τα αστεία μου, το παραδέχομαι, τώρα που τα ξαναβλέπω μπορεί να ήταν και λίγο κρύα, αλλά θέλω να σας πω ότι, παρ’ όλη τη δύσκολη κατάσταση, έχω αποφασίσει να μην είμαι κατσούφης. 
Όχι, δεν έχω καμία καβάτζα, είμαι το ίδιο δύσκολα όπως οι περισσότεροι, αλλά αρνούμαι πια να κυκλοφορώ θυμωμένος, αγριεμένος, έτοιμος για καυγά. Βλέπω πολλούς που είναι έτσι και δικαιολογημένα, δεν τους κατακρίνω. Στους δρόμους, τα μαγαζιά, τις ουρές στα γκισέ, στα πεζοδρόμια.

Λές ένα ευφυολόγημα της στιγμής και ξαφνικά ο κόσμος σοκάρεται. Είναι τόσο στενοχωρημένος με την κατάσταση γενικώς αλλά και ειδικώς τη δική του, που του φαίνεται εξωφρενικό, το ότι κάνεις αστεία μέσα στην περιρρέουσα δυστυχία. 


                                                           

“Κάνει αστεία! Να συλληφθεί! Είναι αναίσθητος! Είναι ίσως παρανοϊκός! Ή ακόμα χειρότερα, ανήκει πιθανώς σε μια τάξη ανώτερη, υπερπλούσια, απατεωνίστικη που δεν την αγγίζει τίποτα, φτύστε τον!”
Κάπως έτσι στην υπερβολή τους ίσως να σκέφτονται κάποιοι. Τίποτα από όλα αυτά.

Αρνούμαι πια τη μιζέρια. Εγώ θα σας χαιρετάω με χαμόγελο και ευγένεια. Θα είναι η δική μου αντίσταση. Θα σας λέω αστεία εκεί που δεν το περιμένετε. Θα κάνω απρόσμενα λογοπαίγνια. Θα σας θυμίζω συνεχώς πόσο χάσιμο χρόνου είναι να αφήνεις να σου ρίχνουν το ηθικό. 

Θα γίνω ο Πατς Άνταμς της καθημερινότητάς σας. Σαν αυτόν τον υπέροχο γιατρό του θαυμάσιου Ρόμπιν Γουήλιαμς, που έκανε αστεία στα άρρωστα παιδάκια για να γελάνε. Μπορεί να φορέσω και καμιά μύτη κλοουνίστικη στο μετρό. Ή κανένα λουλούδι που πετάει νερό στο πέτο. 

                                                  

Που θα πάει, κάποια στιγμή θα σας πιάσω. Θα γελάσετε. Και τότε θα δείτε πως όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα. Πως ακριβώς; Αυτό θα το βρείτε μόνοι σας, όπως πάντα.

Σας ασπάζομαι, 


Νίκος.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Σε τούτα εδώ τα "Ελγίνεια" μάρμαρα...


‘Εχετε δει τη Φαίδρα; την ταινία του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα και τον Άντονι Πέρκινς; Αναζητήστε τη, αξίζει. Την είχα δει τη δεκαετία του ’80, αφού είχε ξεκινήσει ο αγώνας της Μελίνας για τα μάρμαρα. Στην ταινία έχει μια σκηνή, γυρισμένη στο Βρετανικό μουσείο, στην αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα. Η Μελίνα τα κοιτάζει με τέτοιο τρόπο, που αντιλαμβάνεσαι ότι κατά τη διάρκεια αυτού του γυρίσματος και των ωρών που πέρασε στην αίθουσα αυτή με το συνεργείο και το Ντασέν, ονειρεύτηκε με πείσμα τον επαναπατρισμό τους. 



Ίσως ακούσατε το ζήτημα με την παύση της νομικής διεκδίκησης των γλυπτών, όπως ανακοινώθηκε από τον υπουργό πολιτισμού χθες στη Βουλή, 8 Δεκεμβρίου. Διάβασα μια άποψη σε έγκριτο (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) σάιτ, που έλεγε, ότι ίσως δεν έπρεπε η Μελίνα να μας ξεσηκώσει σε έναν αγώνα που θα μας γέμιζε απογοητεύσεις και διπλωματικές ήττες!!!

Κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με τη νεοελληνική μας ηττοπάθεια, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Και εξηγούμαι:

Είμαστε σε μείζονα βαθμό κομπλεξικοί απέναντι στους αρχαίους ημών προγόνους. Τα έκαναν και τα είπαν σχεδόν όλα στην τελειότητά τους. Τι να κάνουμε εμείς οι καψεροί; Το μόνο που μας έμεινε είναι να ζητιανεύουμε, διαλαλώντας ότι αφού εμείς εφεύραμε τους βασικούς πυλώνες του δυτικού, και όχι μόνον, πολιτισμού, θα έπρεπε να μας κόψουνε μισθό εσαεί. Τι, όχι; Με αυτήν τη νοοτροπία πορευόμαστε δεκαετίες.

Το κόμπλεξ αυτό δε μας αφήνει να υπάρξουμε στο σήμερα επί ίσοις όροις με τους άλλους λαούς. Θέλουμε, εμείς να υπάρχουμε προνομιακά. Το εδώ και το τώρα δε μας αφορά. Οι στιγμές που είμαστε υπερήφανοι για το παρόν μας και για πράξεις των ημερών μας σπανίζουν. Η εθνική μας υπερηφάνεια εκπορεύεται από το παρελθόν. 

Όπως και τα οράματά μας. Δεν έχουμε κανένα όραμα για το μέλλον. Γιατί το όραμα το εθνικόν μας, πραγματοποιήθηκε ήδη, υπάρχει γραμμένο στην ιστορία. Πότε ακούσατε κάποιον πολιτικό να μας εξηγεί τι είδους χώρα οραματίζεται; Σε επίπεδο αξιών; Ήθους;
Και ενώ δε διαθέτουμε κανένα όραμα πουθενά, παρ’ όλα αυτά, το αναζητούμε διακαώς, διαρκώς μιλούμε και ακούμε να μιλάνε για έλλειξη οράματος, σχεδίου, συντεταγμένης στρατηγικής στο κάθε τι.




Πάρτε εν προκειμένω τα μάρμαρα. Η Μελίνα έφτυσε αίμα για να μην την αντιμετωπίζουν ως γραφική όποτε μιλούσε για αυτά, ήδη από την ανάληψη του υπουργείου πολιτισμού το 1981. Σατυρικοί μίμοι την κορόιδευαν για τα “Ελγίνεια”. Αν τα αποκαλούμε πλέον Γλυπτά και Μάρμαρα του Παρθενώνα, είναι δικό της επίτευγμα, άλλαξε το συνειρμό στο μυαλό μας και διεθνοποίησε έναν αγώνα, εν πολλοίς συμβολικό ίσως, αλλά αναμφισβήτητα ζήτημα εθνικής τιμής και αξιοπρέπειας. Να που χρησιμοποιώ κι εγώ αυτήν την τόσο φθαρμένη λέξη.

Τι μας ωφέλησε ο αγώνας αυτός; Θέλει και ρώτημα; Δεν ενωθήκαμε με σεβασμό στη διεκδίκηση; Πόσες φορές είδατε Έλληνες, όπου γης, ενωμένους; Δεν ενεργοποιήθηκε ο “μηχανισμός” του φιλελληνισμού, δεν εντοπίσαμε εκ νέου ξένους φιλέλληνες, ιστορικούς, καθηγητές, νομικούς, διπλωμάτες, δημοσιογράφους, συγγραφείς, καλλιτέχνες, που στοιχήθηκαν στο πλευρό μας; Δεν καταφέραμε, ξανά, να θυμίσουμε το ισχυρό μας πολιτιστικό χνάρι στον πλανήτη;

Και τέλος, δε χτίσαμε το ωραιότερο μουσείο μας, το μουσείο της Ακρόπολης, ένα κόσμημα πραγματικό, προκειμένου να καταρρίψουμε το επιχείρημα, ότι δεν έχουμε κατάλληλο χώρο για τα Γλυπτά; 
Πως είπατε; Βεβαίως και χωρίς τη διεκδίκηση δε θα χτιζόταν το μουσείο, η διεκδίκηση ήταν το όραμα, το καβαφικό ταξίδι, που προκαλεί παράπλευρες ωφέλειες. 

Η μιζέρια και ο θρήνος για τη στενοχώρια κάποιου που δεν αντιλήφθηκε τι σήμαινε και σημαίνει όλη αυτή η προσπάθεια, είναι λάσπη στην οραματική μας ανάγκη.

Είμαστε ένας λαός χύμα. Άρπα κόλλα. Λειτουργούμε, στο κράτος μας βασικά αλλά όχι μόνο, ευκαιριακά, εφήμερα. Χωρίς στόχους δεν καταφέρνουμε πολλά. Για αυτό και το κράτος μας υπάρχει για να τρώει λεφτά, όχι για να δημιουργεί έργα μεγάλης πνοής. Όπου το έκανε, υπήρχε οραματικός στόχος από πίσω. Σκεφτείτε, το μετρό δε θα γινόταν αν δεν παίρναμε τους Ολυμπιακούς. Ούτε η ζεύξη του Ρίου. Ακόμα θα σκάβανε και θα πηγαίναμε με τα καραβάκια. Και ούτε η Συγγρού θα γινόταν σύγχρονη λεωφόρος, αν ο Καραμανλής δεν ήθελε να δείξει στο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν τέλη του ’70, ότι η Ελλάδα εκσυγχρονίζεται.

Είπα λίγα παραδείγματα, ίσως αστεία, αλλά έτσι είναι. 

Κάποιοι είναι αδιάφοροι για τα μάρμαρα, λογικό και θεμιτό. Αλλά να μιζεριάζουμε κιόλας; Για σκεφτείτε έναν αντίστοιχο αρθογράφο, το 1827, λίγο πριν τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, να γκρινιάζει που οι οπλαρχηγοί μας έμπλεξαν σε έναν αγώνα όλο θυσίες και απογοητεύσεις. Φανταστείτε να υπήρχε η ελευθεριότητα του διαδικτύου τότε. Το τι θα άκουγε ο δύσμοιρος Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και οι υπόλοιποι ούτε να το σκέφτομαι, τι βρισίδι θα έτρωγαν.

 Θεόδωρος: Διάβασες ωρέ Γιώργη τι σου γράφανε σήμερα στο τουήτερ; 
Γεώργιος: Δεν πρόκαμα ωρέ Θόδωρε, δεν είχα καλή σύνδεση στο Φάληρο, ωρέ. 

Αλλά ας σοβαρευτούμε. Η μιζέρια φέρνει μιζέρια και η ηττοπάθεια ήττες. Και ο χρόνος θα διαψεύσει κάθε γκρινιάρη που ψεύτικα απογοητεύεται. Ναι, ψεύτικα. Γιατί μόνο οι άπραγοι και οι αδιάφοροι δηλώνουν κάθε τόσο ότι απογοητεύονται με το ένα και το άλλο. 
Όλοι οι υπόλοιποι, ξέρουμε, πόσο δίκιο είχε ο Καβάφης και πόσο πολύτιμες είναι ακόμα και οι αποτυχίες. 


Αν σας πάει ο δρόμος κατά το Λονδίνο, πηγαίντε στο Βρετανικό Μουσείο. Η είσοδος είναι ελεύθερη. Επισκεφθείτε την αίθουσα των Γλυπτών. Θα νιώσετε τότε, όπως εγώ πριν από χρόνια, εκείνη τη μαχαιριά στην καρδιά κι εκείνο το αχ που γίνεται πείσμα…


Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Αβερώφειος Γεωργική Σχολή Λαρίσης: ο Λιάπκιν δε μένει πια εδώ...

 

Γιατί κάποιος να επισκεφθεί τη Λάρισα; Για ένα εκατομμύρια λόγους. Ναι, αλλά γιατί να πάει κάποιος απλός επισκέπτης, ως τουρίστας στη Λάρισα; Τι έχει να δει; Εγώ, είτε περαστικός, είτε επαγγελματικά πηγαίνοντας στη μεγάλη πόλη της Θεσσαλίας, κυρίως απολαμβάνω την παρέα αγαπημένων, φίλων, τρία τέσσερα εξαιρετικά ταβερνεία, σε ένα, το Νικόδημο, έχω παίξει κιόλας το “Ταβλι” του μέγα Κεχαΐδη, αλλά από αξιοθέατα τι; Δε λέω για τριγύρω και παραέξω, μέσα στην πόλη. 

  Δεκαετία του ’90, ένα χειμωνιάτικο κυριακάτικο απόγευμα τριγυρνώ και χαζεύω τα μισερά απομεινάρια του αρχαίου της θεάτρου. Έκτοτε, μια υπέροχη ομάδα πολιτών, κινητοποιήθηκε και συν Αρχών και χείρα κίνει, πολυκατοικίες ολόκληρες απαλλοτριώθηκαν, γκρεμίστηκαν, (να, που μπορεί να γκρεμιστεί εκεί που πρέπει το κακόγουστο κτίσμα) και ιδού το αρχαίο θέατρο αναδύθηκε στο κέντρο της πόλης. Ο δρόμος μπροστά πεζοδρομήθηκε, το μοναδικό καφέ που υπήρχε μπροστά του απέκτησε παρέα και άλλα καλόγουστα μαγαζιά, πίνεις τον καφέ σου παρακολουθώντας την πορεία των αναστηλώσεων, τύφλα να έχει η Ρώμη!



  Δεν υπερβάλλω καθόλου, δεν είμαι Λαρισαίος, ούτε έχω κανενός είδους υποχρέωση για φιλοφρονήσεις, ο βασικός λόγος πια να επισκεφθεί κανείς τη Λάρισα είναι το αρχαίο της θέατρο, που είναι στο κέντρο της, μόνη νομίζω τέτοια πόλη μετά την Αθήνα και το θέατρο του Διονύσου.

  Ας πάμε τώρα πίσω, σε μια αφήγηση που άλλαξε την ελληνική μας πεζογραφία. Έτσι ξεκινά ο “Συνταγματάρχης Λιάπκιν” του Καραγάτση:

  “ Η Γεωργική Σχολή είναι χτισμένη ως πέντε χιλιόμετρα έξω απ’ τη Λάρισα πάνω στο δρόμο των Τρικάλων. Κοντά της κυλάει ο Πηνειός, ανάμεσα στις πυκνόφυτες ακροποταμιές του. Ολόγυρα, ο κάμπος είναι γυμνός από δέντρα. Το χειμώνα βαθύχρωμος, αρμονικά χτενισμένος από τ’ αλέτρι. Την άνοιξη, το καστανό χώμα πρασινίζει. Το καλοκαίρι, πριν θεριστούν, τα στάχυα κυματίζουν ως πέρα-θάλασσα χρυσοπράσινη. Μα μετά το θέρο είναι η απελπισία. Ο θερμόχνοτος Λίβας κατακαίει το κάθε βλαστερό κι οι κάργες καταπίνουν τα στερνά βατράχια που απόμειναν στα βουρκωμένα χαντάκια. 
 Η Γεωργική όμως Σχολή είναι πάντα καταπράσινη. Το νερό του κοντινού ποταμού, κρατάει ολόφρεσκα τα λουλούδια και τα δέντρα της, μες’ στον κάμπο της καλοκαιριάτικης απελπισίας. Στους φράχτες σκαρφαλώνουν οι καπουτσίνοι, τα ρολόγια. Οι τοίχοι των σπιτιών της είναι σκεπασμένοι με μπαξιάνες, κισσούς και γλυσίνες. 
Ακακίες φουντωτές, ισκιάζουν τα δροσερά δρομάκια. Κι οι πρασιές, γεμάτες πολύχρωμα λουλούδια και χλόη χλωρή, σκορπίζουν ολόγυρα δροσιά ευεργετική…”




  Έτσι ξεκινάει η ιστορία του συνταγματάρχη του τσαρικού στρατού Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν. Ο Λιάπκιν, έζησε και εργάστηκε πράγματι στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή Λαρίσης, η οποία, για όσους το αγνοούν, στέκει ακριβώς έτσι όπως την περιγράφει ο Καραγάτσης. Κάπως παρατημένη βέβαια. Χορταριασμένοι οι κήποι της, ξέφραγο αμπέλι η είσοδός της, ούτε θυρωρός ούτε κανείς άλλος σε ελέγχει στο μπες βγες, σκουριασμένα μουσειακά εργαλεία σαπίζουν στο κρύο και τη ζέστη μπροστά στο κεντρικό της κτήριο.





  Ο Καραγάτσης, που πέρασε τα εφηβικά του καλοκαίρια στη Ραψάνη, εμπνεύστηκε από αυτή την σχεδόν αληθινή ιστορία, το πρώτο του σπουδαίο μυθιστόρημα. Το δωμάτιο του Λιάπκιν υπάρχει ακόμη. Μόνο η ταπετσαρία αντέχει ακόμα κάπως. Τα πατώματα υπό κατάρρευση, τα ταβάνια ξεφτισμένα και μισογκρεμισμένα, μια ταμπέλα στην παλιά πόρτα θυμίζει, ότι από εδώ εμπνεύστηκε κάποιος σπουδαίος ένα μυθιστόρημα που άφησε εποχή.

Ποιος θα αναδείξει αυτό το αρχιτεκτονικό και λογοτεχνικό μνημείο; Τώρα που οι λογής επιδοτήσεις ξεμένουν από δυναμική, μήπως να στρέψουμε τη ματιά μας εκεί που μπορεί να δημιουργηθεί ανάπτυξη; Στους τόπους μνήμης της ζωής μας; Το συγκρότημα έχει κυρηχθεί διατηρητέο χρόνια τώρα, αλλά το ζήτημα είναι να ζωντανέψει με δραστηριότητες που θα αναδείξουν όχι μόνο την ιστορία του, αλλά και τη σημαντικότητα της Σχολής εν γένει, ως οικοδόμημα που μπορεί να εμπνεύσει ποικιλοτρόπως.

  Καταρρέει το σπίτι του Λιάπκιν και σαπίζουν τα κτήρια της Γεωργικής Σχολής Λαρίσης, όπως και το “σπίτι” του Φίνου που γράφαμε προ ημερών





  Τράβηξα τις λιγοστές μου φωτογραφίες. Με το φίλο μου το Δημήτρη που με ξενάγησε, σταθήκαμε στο μπαλκόνι του Λιάπκιν και διαβάσαμε ένα απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου”

“…Θα ήταν μεσάνυχτα όταν πέρασε κάτω απ’ τη γέφυρα της Λάρισας. Κανείς δεν τον πήρε είδηση. Στο διπλανό Αλκαζάρ, το μεγάλο χρονιάτικο παζάρι ζούσε τις στερνές ώρες του μέσα σε πολύχρωμα φώτα, χαρούμενες μουσικές και πολύστομες φωνές. Ο κόσμος διασκέδαζε, χαιρόταν, τρωγόπινε, τραγουδούσε, χόρευε. Στην απέναντι ακροποταμιά, στον Άγιο Αχίλλειο, τα καντήλια έκαιγαν μπροστά στα κονίσματα των πρόσκαιρων θεών, που ‘διναν απελπισμένη μάχη με τους επίσης πρόσκαιρους αντικαταστάτες τους. Οι άλλοι θεοί, οι αθάνατοι κι αιώνιοι, πάνω στις κορφές του Ολύμπου, κρατούσαν γερά στα χέρια τους το αδιατάραχτο ριζικό των ανθρώπων.
   Ο Λιάπκιν σιγοτράβηξε το δρόμο του. που και που, το σπαθί του σκάλωνε στο βούρκο του βυθού, μα το κρατούσε γερά στο ξυλιασμένο του χέρι. Για μια στιγμή έμπλεξε σε κάτι αλυγαριές, κοντοστάθηκε. Μα πάλι το ρέμα τον συνεπήρε…”






  Το δεύτερο που πρέπει να δει κανείς στη Λάρισα οπωσδήποτε είναι η Αβερώφειος Γεωργική της Σχολή. Και το μισοερείπιο πια σπίτι του Λιάπκιν. Και αν του τύχει και μια ομιχλώδη συννεφιασμένη μέρα, ίσως δει τη σκιά του Καραγάτση να διαβαίνει κάτω απ’ τα δέντρα. 


Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Το δημόσιο σχολείο ως τιμωρία του φτωχού

 Μαθήτευσα σε δημόσιο σχολείο. Και είμαι περήφανος και χαρούμενος για αυτό. Είμαι ευτυχής γιατί είχα συμμαθητές μου παιδιά της γειτονιάς μου, αλλά όχι μόνο. Γιατί είχα μερικούς εξαιρετικούς καθηγητές και δασκάλους, που ακόμα τους θυμάμαι. Θυμάμαι το φοβερό κ. Παπαδόπουλο που ήταν ο διευθυντής στο δημοτικό μας, το χαλαρό και ωραίο κ. Βελιούρη, τη δασκάλα που με πέταγε όλη την ώρα έξω στην τρίτη δημοτικού, τον κ. Πιπερίδη που με έμαθε αρχαία, τον κ. Συμεωνίδη που με έμαθε μαθηματικά και πολλούς άλλους, δεν τους αδικώ και δεν τους ξεχνώ, τους κουβαλώ πάντα μαζί μου, δεν τους γράφω για οικονομία. 

 Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως αν πήγαινα σε ιδιωτικό δε θα ήμουν περήφανος εξ’ ίσου. Μάλλον το ίδιο. Και αυτό γιατί θεωρώ τη διαφοροποίηση μια χυδαία απάτη. Και όσους την κάνουν απατεώνες και ψεύτες ολκής. Και εξηγούμαι:

 Νηπιαγωγείο, 1η και 2α δημοτικού πήγα σε ιδιωτικό. Σε ιδιωτικό στο Ρέντη, που ζούσαμε, εκεί υπήρχε το ιδιωτικό Ρουσσέα-Γεωργίτση, που δεν υπάρχει πια. Δεν είχε θέση για μένα στο δημόσιο νηπιαγωγείο, οπότε οι γονείς μου σφίξαν το ζωνάρι, ο μπαμπάς δούλεψε περισσότερο στο καθαριστήριο που είχαμε, κόψανε από δω, κόψανε από κει, αντέξανε τρία χρόνια. Μετά στο δημόσιο, όπου πέρασα θαυμάσια, αξέχαστα και αγαπησιάρικα.

 Το πρόβλημα περί της απάτης, που λέγαμε πριν, είναι ότι θεωρώντας ότι το ιδιωτικό είναι προνόμιο που πρέπει να τιμωρηθεί με κάποιο τρόπο, είναι σαν να τιμωρείς την ελευθερία των επιλογών. Ουσιαστικά είσαι ένας κρυπτοφασίστας, που θέλει τα παιδιά να είναι έρμαια της κρατικής και καταπιεστικής ανάγκης και όχι τέκνα  της επιλογής των γονιών τους. 

 Απαριθμώ όπως μου αρέσει να κάνω:

  1. Η γνώση δεν είναι προϊόν. Δεν είναι απορρυπαντικό, χρυσή καδένα, μηχανάκι, κολώνια, παλτό, χαβιάρι ή βενζίνη. Είναι γνώση που ανοίγει το μυαλό και πρέπει να είναι όχι μόνο προσιτή σε όποιον την αναζητά, αλλά και να παρέχεται σε καλή ποιότητα, γιατί η γνώση είναι δίκοπο μαχαίρι, που σε αναμορφώνει αλλά και σε χαντακώνει ή σε ευνουχίζει ψυχολογικά.
  2. Τα ιδιωτικά σχολεία είναι ελληνικές επιχειρήσεις. Που δουλεύουν Έλληνες, καθηγητές, δάσκαλοι, διοικητικό προσωπικό, καθαρίστριες, οδηγοί, φύλακες και τόσοι άλλοι. Δεν πουλάνε εισαγόμενα προϊόντα. Οι αμέτρητοι άνεργοι καθηγητές και δάσκαλοι, αφού δεν έχουν ελπίδα να δουλέψουν στα δημόσια που χρεωκόπησαν, που να εργαστούν; Το πρόβλημα δεν είναι ότι τα ιδιωτικά είναι “καλά” σχολεία για πλούσιους σε ακριβές γειτονιές, αλλά ότι έγιναν τόσο ακριβά, που δε μπορούν να υπάρχουν στο Ρέντη, τον Κορυδαλλό, το Πέραμα, την Ελευσίνα, σε λαϊκές γειτονιές δηλαδή, αλλά μόνο σε γειτονιές εύπορων. Τα  προσιτά ιδιωτικά που υπήρχαν, σαν αυτό που πήγα κι εγώ για λίγο, τα κλείσαμε. 
  3. Αναγκαστικά το κάθε παιδί πηγαίνει στο σχολείο της γειτονιάς του. Καλό, κακό εκεί θα πάει. Σχολείο στο σακί. Και πώς να βρεις το καλό δημόσιο; Γίνεται καμία αξιολόγηση; Όχι βέβαια, νά’ ναι καλά η άθλια ΟΛΜΕ και οι διδασκαλικές ενώσεις, που σκάβουν χρόνια τώρα το λάκκο τους, απαξιώνοντας την αξία του δημόσιου εκπαιδευτικού λειτουργού. Δεν έχεις λεφτά; Στο δημόσιο θα πας, να βγεις τζάμπα άνεργος. Έχεις λεφτά για ιδιωτικό; Θα σε κάνει το κράτος να μην έχεις, αυξάνοντας τα δίδακτρα, ώστε μόνον οι πραγματικά πλούσιοι να πηγαίνουν κι όχι εσύ ρε κακομοίρη, που ο πατέρας σου κι η μάνα σου στερούνται για να πληρώνουν οριακά τα δίδακτρα. 
  4. Καμία αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου δεν έχει γίνει και ούτε υπάρχει στα χαρτιά για το άμεσο μέλλον. Και ούτε για τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια βεβαίως. Και ξέρετε γιατί; Γιατί κανείς δεν κάθεται να κάνει την πιο δύσκολη και επίπονη κουβέντα που θα έπρεπε να έχουμε κάνει εδώ και χρόνια: Τι νηπιαγωγεία θέλουμε; Τι δημοτικά; Τι να έχει μάθει ο μαθητής τελειώνοντας την 6η; Τι να μαθαίνει στο Γυμνάσιο; Τι χαρακτήρα θα θέλουμε να έχει τελειώνοντας το λύκειο; Τι άνθρωπος να βγει από το Πανεπιστήμιο; Τι να έχει γίνει; ΟΥΚάς εθνικιστής; Τι είδους πατριωτισμό να του εμπνεύσουμε; Της φουστανέλας και μόνο; της φυλετικής μας “ανωτερότητας”; Ή να έχει αυτοποποίθηση, σεβασμό, ανθρωπιά, πραγματική και πρακτική γνώση για τη ζωή και την καθημερινότητά του και ελευθερία επιλογών; 

 Τα δημόσια σχολεία δεν είναι σχολεία που δεν τα πληρώνουμε. Τα πληρώνουμε πάρα πολύ ακριβά. Και δε γνωρίζουμε τι ακριβώς παίρνουμε με τα χρήματα που δίνουμε φορολογούμενοι και τα οποία σκορπίζονται στην αβυσσαλέα κοιλιά του ελληνικού κράτους. 

 Αντιπαρέρχομαι, το γεγονός που είχαμε πει από την πρώτη στιγμή, ότι θα οργιάσει η “μαύρη” και αφορολόγητη διδασκαλία και τα “μαύρα” ιδιαίτερα. 
Και επιτέλους, ας σταματήσει η σπίλωση των φροντιστηρίων ως παραπαιδεία. Κυρίως εκεί γίνεται συστηματική σύγχρονη διδασκαλία, με αξιολόγηση, ανταποδοτικότητα και πραγματική χρησιμότητα και στόχευση. 

 Αλλά εδώ ακόμα δεν έχουμε αποφασίσει για τη χρησιμότητα του να διδάσκεται ο μαθητής 12 συνεχόμενα χρόνια θρησκευτικά. Πότε λοιπόν κάποιος δημοσκόπος θα κάνει μια όσο το δυνατόν πραγματική έρευνα στους γονείς, με το ερώτημα, εμπιστεύεστε το δημόσιο σχολείο για την αγωγή των παιδιών σας; Αν όχι γιατί; Αν ναι γιατί; Υπάρχει αγωγή, ουσιαστική αγωγή και διάπλαση χαρακτήρων στη δημόσια εκπαίδευση; Ή τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα υπάρχουν, οπως και οι υπόλοιπες του δημοσίου υπηρεσίες, πρωτίστως για τον εαυτό τους και τους εργαζομένους τους και κατόπιν για τους πολίτες και τα παιδιά;

 Το τζάμπα να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι πέθανε αγαπητοί και αγαπητές μου. Και όσο εμείς θα φορολογούμε τα κάθε λογής ιδιωτικά και γενικώς τη μη ελεγχόμενη γνώση, διότι περί αυτού πρόκειται, όποιος μπορεί να πληρώσει θα σπουδάζει σε σχολεία και Πανεπιστήμια που θα του βρίσκουν δουλειά και όποιος δε μπορεί θα βολοδέρνει εντός, έρμαιο των κομμάτων και των πολιτικών απατεώνων. 


Μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε ότι οφείλουμε στα σχολεία μας το ευ ζην; Και αν όχι γιατί; Και ως πότε;





Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Το σπίτι του Φίνου στο Mεταξουργείο!


Αφού ο κινηματογράφος είναι τέχνη, δε δικαιούται και αυτός το μουσείο του; Μπορεί να είμαστε μια σταλιά χώρα, αλλά την κινηματογραφική μας ιστορία τη γράψαμε και συνεχίζουμε να τη γράφουμε με τις νέες γενιές σκηνοθετών μας. 

Ας πάμε λοιπόν μια βόλτα κι ας δούμε το μέλλον μέσα από το παρελθόν. 

Το Μεταξουργείο είναι μια ιστορική γειτονιά της Αθήνας. Παλιά λαϊκή συνοικία, αλλά και αστική περιοχή με εξαιρετικά αρχοντικά. Όταν η αστική τάξη, μην αντέχοντας τα λεφούσια των προσφύγων της Μικρασίας, αποτραβήχτηκε κατά τις βόρειες συνοικίες, ακριβώς λίγο πριν την έναρξη της εποχής της αντιπαροχής γύρω στο ’60, τα παλιά νεοκλασικά, νοικιάζονταν με το δωμάτιο, σε οικογένειες, εργένηδες, φοιτητές, σε ανθρώπους κάθε λογής που κατέκλυζαν μέρα τη μέρα την πόλη. Θυμηθείτε την ταινία με το Χορν “Αλίμονο στους νέους”, μεταξύ άλλων, αλλά και την “Αυλή των Θαυμάτων”, το έργο του Καμπανέλλη, που ξεκίνησε τη νέα εποχή του νεοελληνικού μας θεατρικού έργου.

Στο Μεταξουργείο, στην περιοχή του Αγίου Παύλου, βρίσκεται η οδός Χίου. Στο νούμερο 53, σε ένα παλιό νεοκλασικό, πρώην σαπωνοποιΐα της εταιρείας Παπουτσάνης, το 1955, μετακομίζει τα εργαστήρια και τα γραφεία της η ταχύτατα ανερχόμενη τότε κινηματογραφική εταιρεία του Φιλοποίμενος Φίνου.

Τα αριστουργήματα ακόμα δεν έχουν έρθει, ούτε τα ρεκόρ των εισιτηρίων. Αλλά η νέα εταιρεία φτιάχνει στο ήδη παλιό τότε κτήριο, εγκαταστάσεις υψηλών προδιαγραφών για την εποχή. Να πούμε μόνο ένα για την περιβόητη τεχνική αρτιότητα των ταινιών της Φίνος Φιλμ:  σίγουρα θα σας έχει συμβεί παρακολουθώντας ταινία του νεότερου λεγόμενου ελληνικού σινεμά, να δυσκολεύεστε να ακούσετε καθαρά τους ηθοποιούς. Αναρωτηθείτε αν σας έχει συμβεί σε οποιαδήποτε ταινία του Φίνου. 

Ο Φίνος μεγαλούργησε και παρέσυρε μαζί του στη δόξα μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, τεχνικών, αλλά και γενιές ολόκληρες Ελλήνων θεατών. Στις ταινίες του, αποτυπώνεται η λαϊκή Ελλάδα, οι γειτονιές του τότε, η καθομιλουμένη, οι εικόνες από δρόμους και γειτονιές που άλλαζαν ραγδαία. Μπορεί η εικόνα να ήταν πιο ωραιοποιημένη σε σχέση με την πραγματικότητα, αλλά ποιος μπορεί να αντισταθεί στην αγάπη του Σακελλάριου για την Αθήνα που χανόταν κάτω από τις μπουλντόζες, μέσα από τα πλάνα του “Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο”;

Στο αδυσώπητο παρόν μας, το σπίτι του Φίνου στο Μεταξουργείο υπάρχει ακόμα. Και αντέχει, άδειο και έρημο, ασφυκτιώντας σε μια “υποβαθμισμένη¨γειτονιά, όπου “υποβαθμισμένη” διάβαζε ξεχασμένη από άρχοντες, τοπικούς και μη.

Σάββατο απόγευμα, μέσα στη φθινοπωρινή υγρασία του σούρουπου, κατηφορίζω στον Άγιο Παύλο, για μια έκθεση εικαστικών στο σπίτι του Φίνου. Κοντοστέκομαι και φαντάζομαι:
Τα φορτηγά να ξεφορτώνουν σκηνικά και προβολείς.
Την παρατημένη μονταζιέρα στο ισόγειο να κόβει και να ράβει ατάκες του Βουτσά και του Κούρκουλου.
Τον Αλεξανδράκη και την Καρέζη να ντουμπλάρουν σκηνές τους, στο στούντιο του πρώτου ορόφου. 
Ηθοποιούς να καταφτάνουν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, μετά τις παραστάσεις τους, για μια συμπληρωματική φωνοληψία, ή για να ξεκινήσουν για γύρισμα στα στούντιο των Αγίων Αναργύρων-τότε.
Τον ίδιο το Φίνο να επιδιορθώνει ένα μηχάνημα με το αιώνιο κατσαβιδάκι που είχε πάντα μαζί του.

Και ξανααναρωτιέμαι: Γιατί να μη γίνει το υπέροχο και ιστορικό αυτό οίκημα κινηματογραφικό μουσείο; Γιατί να κινδυνεύει να έχει την τύχη του στούντιο της Κολούμπια στη Ριζούπολη; Εδώ έχουμε την κινηματογραφική μας κληρονομιά, που μας περιμένει να την αναδείξουμε. Υπουργείο Πολιτισμού μ’ ακούς; Ως πότε θα αδιαφορείς;












Το σπίτι του Φίνου στην οδό Χίου, είναι ένας από τους λόγους που αγαπώ την Αθήνα. Είναι από εκείνα που μου θυμίζουν την εποχή των σπουδαίων.

Κοιτάζω τις μουτζούρες που έχουν βρωμίσει τον εξωτερικό τοίχο του κτηρίου. Απομακρύνομαι με ασπρόμαυρα πλάνα στο μυαλό μου. Πλάνα που, τουλάχιστον αυτά, δε θα ξεχαστούν ποτέ. Σε αντίθεση με τις λογής πολιτικές υποσχέσεις…



Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Η Δραπετσώνα του Καραγάτση που είναι λίγο και δική μου.


Η Δραπετσώνα είναι η γειτονιά του Πειραιά που δε χορταίνω να περπατάω. Η γωνιά στη γέφυρα του τρένου στον 'Αη Διονύση με κάνει πάντα να κοντοστέκομαι. Οι ράγες του τραμ θαμμένες στην άσφαλτο, όπου σώζονται ακόμη. Τα παλιά σπίτια. Το λιμάνι στο βάθος της κατηφόρας. Κάποια ωραία κουτούκια και μερικά θαυμάσια παλαιοπωλεία. 

Ανάτρεξα στο Γιούγκερμαν, σε μια εξαίσια διαδρομή στη Δραπετσώνα της δεκαετίας του '30, όπως τη χάραξε στο χαρτί και στην αιωνιότητα ο Μ.Καραγάτσης.
Ιδού η μεταγραφή που έκανα για σας, Πειραιώτες και μη. Απολαύστε γραφή υψηλού επιπέδου:

"...Μπροστά στο Δημοτικό Θέατρο πρόσταξε τον σωφέρ να σταθεί:
-Πήγαινε, του είπε, στ' ανθοπωλεία, κι αγόρασε λίγα λουλούδια. Τα καλύτερα που θα βρεις.
     Σε λίγο ο σωφέρ γύρισε με μιαν αγκαλιά τριαντάφυλλα και ντάλιες. Τ' απόθεσε πλάι στον αφεντικό του και περίμενε διαταγές. 
-Πάρε το δρόμο της Δραπετσώνας.
 Πέρασαν τη λεωφόρο του λιμανιού. Το σούρουπο τραβούσε ακόμα σε μάκρος, αλλάζοντας διαρκώς τ' αμέτρητα χρώματά του. Ήταν η ώρα που σάλπαραν τα βαπόρια, χαμηλά και πολύφωτα πάνω στην πορτοκαλιά θάλασσα, αφήνοντας ξοπίσω τους χαμηλές τολύπες από καστανό καπνό. Από τα κατάμεστα καταστρώματα κουνιόνταν μαντίλια χαιρετισμού, κι η παραλία απαντούσε μ' άλλα μαντίλια. Στο δρόμο κυκλοφορούσε το αιώνιο πολύχρωμο κι αόριστο πλήθος των τόσων ανθρωπάκηδων, που γυρνούσαν απ' τη δουλειά στα σπίτια τους χαζεύοντας. Κι άξιζε να χαζεύουν. Ήσαν τόσα πράματα ολόγυρά τους, μα και τίποτα ορισμένο. Ήταν τόσο χρυσός ο ουρανός, τόσο χλιαρός και φωτεινός ο αέρας. Κι αυτοί οι ίδιοι τόσο παράξενοι και κοινότατοι, που άξιζε τον κόπο να χαζεύουν και ν' αλληλοχαζεύονται. Τα ρολά των μαγαζιών έκλειναν με πάταγο, κι οι έμποροι τραβούσαν στην αγορά να ψωνίσουν. Οι νεαροί υπάλληλοι, με την κυματιστή χτενισιά και τη λασκαρισμένη χοντρόκομπη γραβάτα -υψηλό πειραιώτικο σικ-, έριχναν πειραχτικά λόγια στα ξεσκούφωτα κορίτσια, που προσπερνούσαν σε γελαστές παρέες. Άλλοι πάλι, εργάτες κουρασμένοι από τους εκατό ημερήσιους τόνους που κουβαλούσαν στην πλάτη τους, τραβούσαν σιωπηλοί κατά τα ουζάδικα, όπου τους περίμενε το ξαπόσταμα του αλκοόλ. Στις δέστρες καθόνταν καβάλα έφηβοι αλήτες, με γυμνές ψημένες γάμπες, και φτύναν στο νερό κοιτώντας το φευγάτισμα των βαποριών. Σε κάποιο ουζάδικο, το γραμμόφωνο τραγούδαγ' ένα σερέτικο σκοπό γοργό, αλανιάρικο, μπαμπέση, βέρο πειραιώτικο, γεμάτο τσαλίμια και μαγκιά, όλο ψευτοπαράπονο και παλιανθρωπιά:

Γιαμ-γιουμ, δε σε θέλω πια,
στο διάβολο να πας,
και συ και η μαμάκα σου
κι ο ναύτης που αγαπάς!

  Τραγούδι παλιό, ξεχασμένο, που Κύριος οίδε που το ξετρύπωσε ο γραμμοφωνατζής. Ο Γιούγκερμαν ξανάκλεισε τα μάτια. Θυμήθηκε εκείνη τη γεναρίτικη βροχερή νύχτα, που ξεμπάρκαρε  από την "Κλεοπάτρα" στον έρημο ντόκο, ντυμένος τη στολή των Κοζάκων της Φρουράς. Έτσι και τότε, κάποιος αργοπορημένος μπέκρος τραγουδούσε τον ίδιο σκοπό, μες στην ψιλή ψιχάλα και το πηχτό σκοτάδι.Και στάθηκαν με το Λιάπκιν - τι να γίνεται ο Λιάπκιν;- κι άκουσαν το άπιστο τραγούδι που τους υποδέχτηκε στην άγνωστη πολιτεία...
  Πέρασαν τη Ζέα και πήραν το δρόμο της Δραπετσώνας. Καθώς ο σωφέρ έκανε να στρίψει αριστερά, κατά το εργοστάσιο των Σκλαβογιάννηδων, ο Βάσιας τον εμπόδισε:
-Όχι από δω! Κάνε δεξιά. Στο νεκροταφείο.
  Η μεγάλη πόρτα ήταν κλειστή, τέτοιαν ώρα. Ο θυρωρός έπαιρνε τον αέρα του σε μια καρέκλα, πλάι στον τοίχο. Ξαφνιάστηκε βλέποντας την Πάκαρ να σταματάει, και σηκώθηκε να ιδεί τι τρέχει. Μα σα γνώρισε το Γιούγκερμαν, έβγαλε το καπέλο του μ' εκείνο το σεβασμό που δημιουργούν στις ψυχές των ανθρώπων τα γενναία ρεγάλα. Δίχως να πει λέξη άνοιξε το πλαϊνό πορτάκι, απ' όπου ο νυχτερινός επισκέπτης τρύπωσε φορτωμένος λουλούδια.
  Προχώρησε ανάμεσα στους τάφους, τους ντυμένους από τα πρώτα γαλάζια αντιφεγγίσματα του βραδιού. Ο θυρωρός πίσωθέ του. Ο Αποσπερίτης τρεμόλαμπε πάνω από τις αιχμές των σκοτεινών και ασάλευτων κυπαρισσιών. Ήξερε το δρόμο του. Εκεί, κοντά στο μεσημβρινό τοίχο, κάτω από τον εναέριο σιδηρόδρομο της Εταιρείας Λιπασμάτων, ήταν ο τάφος της. Ένας τάφος μικρός, ελάχιστος, όσο και το κορμί της. Κι ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός, σαν το γλυκό μαρτύριό της. Ένα καντηλάκι τρεμόσβηνε πάνω απ' το κεφάλι της, αναμμένο από ευλαβικό χέρι μητέρας ή αδερφής. Λίγα λουλουδάκια ψευτοζούσαν στο χώμα που τη σκέπαζε. Ήταν ήσυχη, εκεί πέρα. Κανείς δεν την ενοχλούσε πια. Κοιμόταν τον αιώνιο ύπνο της λικνισμένη από τη βοή της ζωντανής πολιτείας που ξαπλωνόταν χαμηλά, προς το λιμάνι και το Κερατσίνι, ψηλά προς την Κοκκινιά. Κάθε δυο λεπτά, ένα βαγονέτο του εναέριου σιδηρόδρομου περνούσε πάνωθέ της -ένα κατά δω, ένα κατά κει- κι ίσως αυτό το πήγαιν' έλα να της κρατούσε συντροφιά, να τη διασκέδαζε στη μεγάλη ανία που ήταν γι' αυτή ο θάνατος..."


Για τη μεταγραφή: Νίκος Ορφανός.
Υ.Γ. Κάντε που και που μια βουτιά στους μεγάλους μας λογοτέχνες. Ξαναβλέπεις τη ζωή με πιο φρέσκια ματιά.