Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Αβερώφειος Γεωργική Σχολή Λαρίσης: ο Λιάπκιν δε μένει πια εδώ...

 

Γιατί κάποιος να επισκεφθεί τη Λάρισα; Για ένα εκατομμύρια λόγους. Ναι, αλλά γιατί να πάει κάποιος απλός επισκέπτης, ως τουρίστας στη Λάρισα; Τι έχει να δει; Εγώ, είτε περαστικός, είτε επαγγελματικά πηγαίνοντας στη μεγάλη πόλη της Θεσσαλίας, κυρίως απολαμβάνω την παρέα αγαπημένων, φίλων, τρία τέσσερα εξαιρετικά ταβερνεία, σε ένα, το Νικόδημο, έχω παίξει κιόλας το “Ταβλι” του μέγα Κεχαΐδη, αλλά από αξιοθέατα τι; Δε λέω για τριγύρω και παραέξω, μέσα στην πόλη. 

  Δεκαετία του ’90, ένα χειμωνιάτικο κυριακάτικο απόγευμα τριγυρνώ και χαζεύω τα μισερά απομεινάρια του αρχαίου της θεάτρου. Έκτοτε, μια υπέροχη ομάδα πολιτών, κινητοποιήθηκε και συν Αρχών και χείρα κίνει, πολυκατοικίες ολόκληρες απαλλοτριώθηκαν, γκρεμίστηκαν, (να, που μπορεί να γκρεμιστεί εκεί που πρέπει το κακόγουστο κτίσμα) και ιδού το αρχαίο θέατρο αναδύθηκε στο κέντρο της πόλης. Ο δρόμος μπροστά πεζοδρομήθηκε, το μοναδικό καφέ που υπήρχε μπροστά του απέκτησε παρέα και άλλα καλόγουστα μαγαζιά, πίνεις τον καφέ σου παρακολουθώντας την πορεία των αναστηλώσεων, τύφλα να έχει η Ρώμη!



  Δεν υπερβάλλω καθόλου, δεν είμαι Λαρισαίος, ούτε έχω κανενός είδους υποχρέωση για φιλοφρονήσεις, ο βασικός λόγος πια να επισκεφθεί κανείς τη Λάρισα είναι το αρχαίο της θέατρο, που είναι στο κέντρο της, μόνη νομίζω τέτοια πόλη μετά την Αθήνα και το θέατρο του Διονύσου.

  Ας πάμε τώρα πίσω, σε μια αφήγηση που άλλαξε την ελληνική μας πεζογραφία. Έτσι ξεκινά ο “Συνταγματάρχης Λιάπκιν” του Καραγάτση:

  “ Η Γεωργική Σχολή είναι χτισμένη ως πέντε χιλιόμετρα έξω απ’ τη Λάρισα πάνω στο δρόμο των Τρικάλων. Κοντά της κυλάει ο Πηνειός, ανάμεσα στις πυκνόφυτες ακροποταμιές του. Ολόγυρα, ο κάμπος είναι γυμνός από δέντρα. Το χειμώνα βαθύχρωμος, αρμονικά χτενισμένος από τ’ αλέτρι. Την άνοιξη, το καστανό χώμα πρασινίζει. Το καλοκαίρι, πριν θεριστούν, τα στάχυα κυματίζουν ως πέρα-θάλασσα χρυσοπράσινη. Μα μετά το θέρο είναι η απελπισία. Ο θερμόχνοτος Λίβας κατακαίει το κάθε βλαστερό κι οι κάργες καταπίνουν τα στερνά βατράχια που απόμειναν στα βουρκωμένα χαντάκια. 
 Η Γεωργική όμως Σχολή είναι πάντα καταπράσινη. Το νερό του κοντινού ποταμού, κρατάει ολόφρεσκα τα λουλούδια και τα δέντρα της, μες’ στον κάμπο της καλοκαιριάτικης απελπισίας. Στους φράχτες σκαρφαλώνουν οι καπουτσίνοι, τα ρολόγια. Οι τοίχοι των σπιτιών της είναι σκεπασμένοι με μπαξιάνες, κισσούς και γλυσίνες. 
Ακακίες φουντωτές, ισκιάζουν τα δροσερά δρομάκια. Κι οι πρασιές, γεμάτες πολύχρωμα λουλούδια και χλόη χλωρή, σκορπίζουν ολόγυρα δροσιά ευεργετική…”




  Έτσι ξεκινάει η ιστορία του συνταγματάρχη του τσαρικού στρατού Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν. Ο Λιάπκιν, έζησε και εργάστηκε πράγματι στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή Λαρίσης, η οποία, για όσους το αγνοούν, στέκει ακριβώς έτσι όπως την περιγράφει ο Καραγάτσης. Κάπως παρατημένη βέβαια. Χορταριασμένοι οι κήποι της, ξέφραγο αμπέλι η είσοδός της, ούτε θυρωρός ούτε κανείς άλλος σε ελέγχει στο μπες βγες, σκουριασμένα μουσειακά εργαλεία σαπίζουν στο κρύο και τη ζέστη μπροστά στο κεντρικό της κτήριο.





  Ο Καραγάτσης, που πέρασε τα εφηβικά του καλοκαίρια στη Ραψάνη, εμπνεύστηκε από αυτή την σχεδόν αληθινή ιστορία, το πρώτο του σπουδαίο μυθιστόρημα. Το δωμάτιο του Λιάπκιν υπάρχει ακόμη. Μόνο η ταπετσαρία αντέχει ακόμα κάπως. Τα πατώματα υπό κατάρρευση, τα ταβάνια ξεφτισμένα και μισογκρεμισμένα, μια ταμπέλα στην παλιά πόρτα θυμίζει, ότι από εδώ εμπνεύστηκε κάποιος σπουδαίος ένα μυθιστόρημα που άφησε εποχή.

Ποιος θα αναδείξει αυτό το αρχιτεκτονικό και λογοτεχνικό μνημείο; Τώρα που οι λογής επιδοτήσεις ξεμένουν από δυναμική, μήπως να στρέψουμε τη ματιά μας εκεί που μπορεί να δημιουργηθεί ανάπτυξη; Στους τόπους μνήμης της ζωής μας; Το συγκρότημα έχει κυρηχθεί διατηρητέο χρόνια τώρα, αλλά το ζήτημα είναι να ζωντανέψει με δραστηριότητες που θα αναδείξουν όχι μόνο την ιστορία του, αλλά και τη σημαντικότητα της Σχολής εν γένει, ως οικοδόμημα που μπορεί να εμπνεύσει ποικιλοτρόπως.

  Καταρρέει το σπίτι του Λιάπκιν και σαπίζουν τα κτήρια της Γεωργικής Σχολής Λαρίσης, όπως και το “σπίτι” του Φίνου που γράφαμε προ ημερών





  Τράβηξα τις λιγοστές μου φωτογραφίες. Με το φίλο μου το Δημήτρη που με ξενάγησε, σταθήκαμε στο μπαλκόνι του Λιάπκιν και διαβάσαμε ένα απόσπασμα από το τέλος του βιβλίου”

“…Θα ήταν μεσάνυχτα όταν πέρασε κάτω απ’ τη γέφυρα της Λάρισας. Κανείς δεν τον πήρε είδηση. Στο διπλανό Αλκαζάρ, το μεγάλο χρονιάτικο παζάρι ζούσε τις στερνές ώρες του μέσα σε πολύχρωμα φώτα, χαρούμενες μουσικές και πολύστομες φωνές. Ο κόσμος διασκέδαζε, χαιρόταν, τρωγόπινε, τραγουδούσε, χόρευε. Στην απέναντι ακροποταμιά, στον Άγιο Αχίλλειο, τα καντήλια έκαιγαν μπροστά στα κονίσματα των πρόσκαιρων θεών, που ‘διναν απελπισμένη μάχη με τους επίσης πρόσκαιρους αντικαταστάτες τους. Οι άλλοι θεοί, οι αθάνατοι κι αιώνιοι, πάνω στις κορφές του Ολύμπου, κρατούσαν γερά στα χέρια τους το αδιατάραχτο ριζικό των ανθρώπων.
   Ο Λιάπκιν σιγοτράβηξε το δρόμο του. που και που, το σπαθί του σκάλωνε στο βούρκο του βυθού, μα το κρατούσε γερά στο ξυλιασμένο του χέρι. Για μια στιγμή έμπλεξε σε κάτι αλυγαριές, κοντοστάθηκε. Μα πάλι το ρέμα τον συνεπήρε…”






  Το δεύτερο που πρέπει να δει κανείς στη Λάρισα οπωσδήποτε είναι η Αβερώφειος Γεωργική της Σχολή. Και το μισοερείπιο πια σπίτι του Λιάπκιν. Και αν του τύχει και μια ομιχλώδη συννεφιασμένη μέρα, ίσως δει τη σκιά του Καραγάτση να διαβαίνει κάτω απ’ τα δέντρα.