Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Για ένα καινούριο Πολιτικό Λεξικό






Στην Ελλάδα εισαι ό,τι δηλώσεις, είχε πει ο Γιάννης Τσαρούχης και δε θα μπορούσε να περιγραφεί ίσως ευστοχότερα ο ιδεολογικός αυτοπροσδιορισμός των περισσοτέρων Ελλήνων.
Η ρήση όμως αφορά και τα ελληνικά κόμματα, τα οποία συχνά, όταν γίνονταν κυβέρνηση, εφάρμοζαν λύσεις είτε αντίθετες από τις εννοούμενες αρχές τους, είτε τελείως διαφορετικές από τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις.

Στην ελληνική πολιτική, δυστυχώς τα κόμματα προσδιορίζονται είτε με σύνδρομα εμφυλιακά, είτε ετεροπροσδιορίζονται. 
Η Αριστερά, δεκαετίες τώρα, είναι αντίθετη υποτίθεται με όσα χαρακτηρίζουν το “κράτος της Δεξιάς”, δηλαδή την εθνικοφροσύνη, τη συνδιαλλαγή με την εκκλησία και τη θρησκοληψία, την απορρόφηση παρακρατικών στοιχείων, την αστυνομική καταπίεση, τις παντός είδους πολιτικές διώξεις και βεβαίως, την επιλογή δημοσίων στελεχών, με κομματικά κριτήρια. 

Η Δεξιά, αντίστοιχα, ακόμα σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται με κάμποσα των παραπάνω: με το ευαγγέλιο στο χέρι και αποφυγή κάθε τι που θα δυσαρεστούσε την εκκλησία, με ιδιαίτερη ευαισθησία πρωτίστως στα προβλήματα των ενστόλων, με εκλεκτικές συγγένειες με στελέχη φιλομοναρχικών τάσεων, με καμία αμφισβήτηση των κατεστημένων θεσμών και με έναν πατριωτισμό, ο οποίος είναι ένα μίγμα όλων των παραπάνω και αναλώνεται στη φανατική λατρεία συμβόλων απροσδιόριστης ουσίας.

Το λεγόμενο “Κέντρο” το οποίο εκφράστηκε στο απόγειό του από την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου και έφτασε στην εξουσία στην καλύτερή του στιγμή το 1963, παραμένει ακόμα ασαφώς προσδιορισμένο. Οι περισσότεροι το έχουν ταυτίσει με μια απροσδιόριστη μετριοπάθεια. Τα δε τελευταία χρόνια, συκοφαντήθηκε από την Αριστερά, ως μια επιλογή “απολιτίκ”, ήτοι πολιτών αδιάφορων, που ψηφίζουν περίπου στα τυφλά. 

Η αναγκαστική εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας και των τριών μνημονίων, από κόμματα, που πρωταρχικά παρουσιάζονταν ως αντιμνημονιακά, έβαλε τόσο νερό στο ιδεολογικό τους κρασί, με αποτέλεσμα να μην πίνεται με τίποτα.

Παράλληλα, ο συνεχής ετεροπροσδιορισμός, ενέτεινε τη σύγχυση στα μάτια των πολιτών. Η Αριστερά έχτισε τη μυθολογία της, ως το αδικημένο και κυνηγημένο παιδί της κοινωνίας. Ο μετεμφυλιακός της κατατρεγμός, διατήρησε μια συμπόνια, που τακτικιστικά, μετατράπηκε σε “ηθικό πλεονέκτημα”. Αριστερός είναι ο καλός άνθρωπος, που νοιάζεται, που συντρέχει τους πένητες, σαν ένα είδος καλού Σαμαρείτη.  Ο Αριστερός είναι τίμιος, εκ προοιμίου, πάντα καλών σκοπών και αγαθών προθέσεων, πάντα πρώτος στους αγώνες για κάθε τι αόριστο: εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια.
Εν αντιθέσει βέβαια με όλους τους άλλους, οι οποίοι είναι τα ακριβώς αντίθετα: κακοί, διεφθαρμένοι, αναίσθητοι στη δυστυχία του άλλου, αδιάφοροι στις κοινωνικές ανάγκες. Ο Αριστερός είναι καλός, γιατί οι άλλοι είναι κακοί, ή μάλλον, ο Αριστερός είναι καλός άρα οι άλλοι είναι κακοί, κ.ο.κ.

Η μυθολογία χτίστηκε επί δεκαετίες. Και τη στιγμή που το δικομματικό σύστημα κλυδωνίστηκε στις εφαρμογές της λιτότητας, ορθώθηκε για να το εκμηδενίσει, όχι τόσο με επιχειρήματα, αλλά με όρους ταινίας μελό από τη μια και άκρατου συκοφαντικού Γκεμπαιλισμού από την άλλη.

Η αδυναμία, ταυτόχρονα, των έτερων πολιτικών δυνάμεων να αποσαφηνίσουν την ύπαρξή τους, τις κατέστησε ακόμα πιο εύθραυστες και θολές. 
Η κατάρρευση της Αριστερής μυθολογίας, που συντελείται ραγδαία τον τελευταίο χρόνο με την ανάληψη εκ μέρους της της διακυβέρνησης, ανάγκασε όλα τα κόμματα να αντιμετωπίσουν την επιτακτική ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού, με πρακτικό χαρακτήρα. 

Και έθεσε βαθύτατο προβληματισμό στην κοινωνία, η οποία άναυδη αντικρύζει μια αριστερή κυβέρνηση να υιοθετεί εκδικητικά όλες τις παθογένειες που επί δεκαετίες κατήγγειλε, με ένα επίχρισμα νομιμότητας. 

Η ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς πρέπει να γίνει με όρους ιδεολογικού επαναπροσδιορισμού και θεωρητικής εμβάθυνσης, αλλά ταυτόχρονα με σαφές πρακτικό αντίκρυσμα. Τι σημαίνει σήμερα Κέντρο; Τι Αριστερά; Τι θέλουμε να σημαίνουν; το Κέντρο στην Ευρώπη ταυτίζεται με τις φιλελεύθερες δυνάμεις, κάτι που εδώ δεν ισχύει, παρά ελάχιστα, το Κέντρο κατά κανόνα γέρνει προς τα δεξιά, παρά προς τα αριστερά. Οι δε φιλελεύθεροι, στην Αμερική, θεωρούνται Αριστεροί, καθώς μιλούν για κοινωνικες δομές, πλήρως αντίθετες στο απόλυτα ανταποδοτικό αμερικάνικο μοντέλο. 
Η Δεξιά, από την άλλη, στα καθ’υμάς, ακόμα ενδοφλέβια τροφοδοτείται από μετεμφυλιακά στερεότυπα, πέφτοντας έτσι στην παγίδα της παλαιοαριστεράς. Τα μεταρρυθμιστικά ρεύματα ακόμα δεν την έχουν αγγίξει δραστικά. Είναι ενδεικτικό, ότι οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, των δύο τελευταίων δεκαετιών, καμία μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν άφησαν πίσω τους. Στην καλύτερη, υπηρέτησαν προϋπάρχουσες μεταρρυθμίσεις, ή εξωγενείς-βλέπε μνημονιακές, αδυνατώντας να αρθρώσουν έναν πραγματικά σύγχρονο πολιτικό λόγο, αναγνωρίσιμο στην καθημερινότητα. Ακόμα η Νέα Δημοκρατία, είναι μακρυά από τα αντίστοιχα “δεξιά” κόμματα της δυτικής Ευρώπης. Ο δισταγμός της να υποστηρίξει πραγματικά προοδευτικές λύσεις στα κοινοβουλευτικά νομοσχέδια είναι παροιμιώδης.

Ο σύγχρονος πολιτικός λόγος με σαφή αναγνωρισιμότητα, αποτελεί και την κύρια πρόκληση, της Κεντροαριστεράς σήμερα. Πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί εκ νέου, ώστε να οχυρωθεί και απέναντι στις νέες συκοφαντίες της Αριστεράς αλλά και για να γίνει πιο χειροπιαστή στη ζωή των Ελλήνων. Θα πρέπει, να θέσει τις δικές της κόκκινες γραμμές, τους δικούς της απαραβίαστους άξονες. Να αρθρώσει μια νέα γλώσσα, απλή, κατανοητή και ταυτόχρονα να ξαναδώσει στην πολιτική τη χαμένη της πνευματικότητα, που θα την απομακρύνει από τις αγοραίες εκφράσεις και τους ευτελείς εκπροσώπους. 
Και όλα αυτά πρέπει να τα στεριώσει με προτάσεις βιώσιμες, με λύσεις πρακτικές και ένα όραμα μεγάλης πνοής για το μέλλον, χωρίς ανεδαφικές αερολογίες και συνθήματα χωρίς περιεχόμενο.

Αναγκαστικά, η επαναχάραξη των ιδεολογικών γραμμών πρέπει να αρχίσει, ώστε και το πολιτικό προσωπικό να πάψει να είναι ανεμοδούρα. Παρατηρείται το παράδοξο, βουλευτής που έχει αλλάξει τρία διαφορετικά κόμματα, να συνεχίζει να αυτοπροσδιορίζεται με τον ίδιο τρόπο, κουβαλώντας την ιδεολογία του σα βαλίτσα εδώ κι εκεί.
Το ιδεολογικό ξεσκαρτάρισμα, με άλλα λόγια, είναι ανάγκη κοινωνική και ιστορική. 

Ζούμε άραγε, παραφράζοντας το Φουκουγιάμα, το τέλος των ιδεολογιών; Ακόμα καλύτερα, παραφράζοντας τους REM, ζούμε το τέλος των ιδεολογιών όπως τις ξέραμε. Και εγώ νιώθω θαυμάσια. Γιατί κάθε τέλος προμηνύει μια νέα καλή αρχή. Όπου το σημαίνον πρέπει να επανασυνδεθεί με το σημαινόμενο.


Ας ξεκινήσουμε λοιπόν να κάνουμε θεωρία την πράξη που θα χαράξει το μέλλον μας. Μπορούμε; 




Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Πατς Άνταμς!



                                                        


Μπαίνω σε κατάστημα εταιρείας κινητής να πληρώσω το τηλέφωνό μου. Πάω στο ταμείο, μου λέει η υπάλληλος, “μισό λεπτό γιατί έχει μια καθυστέρηση το σύστημα” και μένει προσκολλημένη στον υπολογιστή της. Περνάνε δυο-τρία λεπτά, “τι πρόβλημα έχετε”, τη ρωτάω. “Να, κόλλησε η σύνδεση με το κεντρικό”, μου απαντά. “Καλά, κοτζάμ εταιρεία και κολλάνε οι συνδέσεις σας”, λέω χαμογελώντας προσπαθώντας να κάνω χιουμοράκι, άντε μετά να δουλέψει η σύνδεση του πελάτη. Αυτή με αγριοκοιτάζει λες και της έκανα καμάκι φτηνιάρικο, γυρίζω, ένας πελάτης από πίσω μου με κοιτάζει ακόμα πιο άγρια έτοιμος να με δαγκώσει, μα τι γίνεται σκέφτομαι, εδώ βρωμάει μπαρούτι.

Στο προποτζίδικο την άλλη μέρα παίζω ένα τζοκεράκι. Τον ξέρω τον ιδιοκτήτη, πίσω μου κόσμος ουρά, πιάνουμε κουβέντα και παίρνω το δελτίο ξεχνώντας να τον πληρώσω. “Νίκο, δε με πλήρωσες” μου λέει. “Είπα να σε πληρώσω με τα κέρδη”, χαριτολόγησα. Γελάει κάποιος από πίσω, όλοι οι υπόλοιποι σκυθρωποί, λες και πηγαίνανε για εκτέλεση.

Στο φούρνο το πρωί, πάω για ψωμάκι. Στο ταμείο έχει κάτι βαζάκια με πραλίνα σοκολάτα από βρώμη, από ένα μοναστήρι, που γράφει απάνω “ευλογημένη γεύση” ή κάτι τέτοιο. “Μου φαίνεται ωραίο”, λέω στην κυρία πίσω από εμένα, “ευλογημένες θερμίδες θα έχει αυτό εδώ”. Εκείνη με κοιτάζει σοκαρισμένη, σαν να της είπα καμιά χυδαιότητα, γρήγορα συνέρχεται, χαμογελάει και μου απαντάει στον ίδιο τόνο.
                                             
                                               
                                                


                                    
Ίσως να μην ήταν και τα πιο επιτυχημένα τα αστεία μου, το παραδέχομαι, τώρα που τα ξαναβλέπω μπορεί να ήταν και λίγο κρύα, αλλά θέλω να σας πω ότι, παρ’ όλη τη δύσκολη κατάσταση, έχω αποφασίσει να μην είμαι κατσούφης. 
Όχι, δεν έχω καμία καβάτζα, είμαι το ίδιο δύσκολα όπως οι περισσότεροι, αλλά αρνούμαι πια να κυκλοφορώ θυμωμένος, αγριεμένος, έτοιμος για καυγά. Βλέπω πολλούς που είναι έτσι και δικαιολογημένα, δεν τους κατακρίνω. Στους δρόμους, τα μαγαζιά, τις ουρές στα γκισέ, στα πεζοδρόμια.

Λές ένα ευφυολόγημα της στιγμής και ξαφνικά ο κόσμος σοκάρεται. Είναι τόσο στενοχωρημένος με την κατάσταση γενικώς αλλά και ειδικώς τη δική του, που του φαίνεται εξωφρενικό, το ότι κάνεις αστεία μέσα στην περιρρέουσα δυστυχία. 


                                                           

“Κάνει αστεία! Να συλληφθεί! Είναι αναίσθητος! Είναι ίσως παρανοϊκός! Ή ακόμα χειρότερα, ανήκει πιθανώς σε μια τάξη ανώτερη, υπερπλούσια, απατεωνίστικη που δεν την αγγίζει τίποτα, φτύστε τον!”
Κάπως έτσι στην υπερβολή τους ίσως να σκέφτονται κάποιοι. Τίποτα από όλα αυτά.

Αρνούμαι πια τη μιζέρια. Εγώ θα σας χαιρετάω με χαμόγελο και ευγένεια. Θα είναι η δική μου αντίσταση. Θα σας λέω αστεία εκεί που δεν το περιμένετε. Θα κάνω απρόσμενα λογοπαίγνια. Θα σας θυμίζω συνεχώς πόσο χάσιμο χρόνου είναι να αφήνεις να σου ρίχνουν το ηθικό. 

Θα γίνω ο Πατς Άνταμς της καθημερινότητάς σας. Σαν αυτόν τον υπέροχο γιατρό του θαυμάσιου Ρόμπιν Γουήλιαμς, που έκανε αστεία στα άρρωστα παιδάκια για να γελάνε. Μπορεί να φορέσω και καμιά μύτη κλοουνίστικη στο μετρό. Ή κανένα λουλούδι που πετάει νερό στο πέτο. 

                                                  

Που θα πάει, κάποια στιγμή θα σας πιάσω. Θα γελάσετε. Και τότε θα δείτε πως όλα μπορούν να γίνουν καλύτερα. Πως ακριβώς; Αυτό θα το βρείτε μόνοι σας, όπως πάντα.

Σας ασπάζομαι, 


Νίκος.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Σε τούτα εδώ τα "Ελγίνεια" μάρμαρα...


‘Εχετε δει τη Φαίδρα; την ταινία του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα και τον Άντονι Πέρκινς; Αναζητήστε τη, αξίζει. Την είχα δει τη δεκαετία του ’80, αφού είχε ξεκινήσει ο αγώνας της Μελίνας για τα μάρμαρα. Στην ταινία έχει μια σκηνή, γυρισμένη στο Βρετανικό μουσείο, στην αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα. Η Μελίνα τα κοιτάζει με τέτοιο τρόπο, που αντιλαμβάνεσαι ότι κατά τη διάρκεια αυτού του γυρίσματος και των ωρών που πέρασε στην αίθουσα αυτή με το συνεργείο και το Ντασέν, ονειρεύτηκε με πείσμα τον επαναπατρισμό τους. 



Ίσως ακούσατε το ζήτημα με την παύση της νομικής διεκδίκησης των γλυπτών, όπως ανακοινώθηκε από τον υπουργό πολιτισμού χθες στη Βουλή, 8 Δεκεμβρίου. Διάβασα μια άποψη σε έγκριτο (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) σάιτ, που έλεγε, ότι ίσως δεν έπρεπε η Μελίνα να μας ξεσηκώσει σε έναν αγώνα που θα μας γέμιζε απογοητεύσεις και διπλωματικές ήττες!!!

Κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με τη νεοελληνική μας ηττοπάθεια, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Και εξηγούμαι:

Είμαστε σε μείζονα βαθμό κομπλεξικοί απέναντι στους αρχαίους ημών προγόνους. Τα έκαναν και τα είπαν σχεδόν όλα στην τελειότητά τους. Τι να κάνουμε εμείς οι καψεροί; Το μόνο που μας έμεινε είναι να ζητιανεύουμε, διαλαλώντας ότι αφού εμείς εφεύραμε τους βασικούς πυλώνες του δυτικού, και όχι μόνον, πολιτισμού, θα έπρεπε να μας κόψουνε μισθό εσαεί. Τι, όχι; Με αυτήν τη νοοτροπία πορευόμαστε δεκαετίες.

Το κόμπλεξ αυτό δε μας αφήνει να υπάρξουμε στο σήμερα επί ίσοις όροις με τους άλλους λαούς. Θέλουμε, εμείς να υπάρχουμε προνομιακά. Το εδώ και το τώρα δε μας αφορά. Οι στιγμές που είμαστε υπερήφανοι για το παρόν μας και για πράξεις των ημερών μας σπανίζουν. Η εθνική μας υπερηφάνεια εκπορεύεται από το παρελθόν. 

Όπως και τα οράματά μας. Δεν έχουμε κανένα όραμα για το μέλλον. Γιατί το όραμα το εθνικόν μας, πραγματοποιήθηκε ήδη, υπάρχει γραμμένο στην ιστορία. Πότε ακούσατε κάποιον πολιτικό να μας εξηγεί τι είδους χώρα οραματίζεται; Σε επίπεδο αξιών; Ήθους;
Και ενώ δε διαθέτουμε κανένα όραμα πουθενά, παρ’ όλα αυτά, το αναζητούμε διακαώς, διαρκώς μιλούμε και ακούμε να μιλάνε για έλλειξη οράματος, σχεδίου, συντεταγμένης στρατηγικής στο κάθε τι.




Πάρτε εν προκειμένω τα μάρμαρα. Η Μελίνα έφτυσε αίμα για να μην την αντιμετωπίζουν ως γραφική όποτε μιλούσε για αυτά, ήδη από την ανάληψη του υπουργείου πολιτισμού το 1981. Σατυρικοί μίμοι την κορόιδευαν για τα “Ελγίνεια”. Αν τα αποκαλούμε πλέον Γλυπτά και Μάρμαρα του Παρθενώνα, είναι δικό της επίτευγμα, άλλαξε το συνειρμό στο μυαλό μας και διεθνοποίησε έναν αγώνα, εν πολλοίς συμβολικό ίσως, αλλά αναμφισβήτητα ζήτημα εθνικής τιμής και αξιοπρέπειας. Να που χρησιμοποιώ κι εγώ αυτήν την τόσο φθαρμένη λέξη.

Τι μας ωφέλησε ο αγώνας αυτός; Θέλει και ρώτημα; Δεν ενωθήκαμε με σεβασμό στη διεκδίκηση; Πόσες φορές είδατε Έλληνες, όπου γης, ενωμένους; Δεν ενεργοποιήθηκε ο “μηχανισμός” του φιλελληνισμού, δεν εντοπίσαμε εκ νέου ξένους φιλέλληνες, ιστορικούς, καθηγητές, νομικούς, διπλωμάτες, δημοσιογράφους, συγγραφείς, καλλιτέχνες, που στοιχήθηκαν στο πλευρό μας; Δεν καταφέραμε, ξανά, να θυμίσουμε το ισχυρό μας πολιτιστικό χνάρι στον πλανήτη;

Και τέλος, δε χτίσαμε το ωραιότερο μουσείο μας, το μουσείο της Ακρόπολης, ένα κόσμημα πραγματικό, προκειμένου να καταρρίψουμε το επιχείρημα, ότι δεν έχουμε κατάλληλο χώρο για τα Γλυπτά; 
Πως είπατε; Βεβαίως και χωρίς τη διεκδίκηση δε θα χτιζόταν το μουσείο, η διεκδίκηση ήταν το όραμα, το καβαφικό ταξίδι, που προκαλεί παράπλευρες ωφέλειες. 

Η μιζέρια και ο θρήνος για τη στενοχώρια κάποιου που δεν αντιλήφθηκε τι σήμαινε και σημαίνει όλη αυτή η προσπάθεια, είναι λάσπη στην οραματική μας ανάγκη.

Είμαστε ένας λαός χύμα. Άρπα κόλλα. Λειτουργούμε, στο κράτος μας βασικά αλλά όχι μόνο, ευκαιριακά, εφήμερα. Χωρίς στόχους δεν καταφέρνουμε πολλά. Για αυτό και το κράτος μας υπάρχει για να τρώει λεφτά, όχι για να δημιουργεί έργα μεγάλης πνοής. Όπου το έκανε, υπήρχε οραματικός στόχος από πίσω. Σκεφτείτε, το μετρό δε θα γινόταν αν δεν παίρναμε τους Ολυμπιακούς. Ούτε η ζεύξη του Ρίου. Ακόμα θα σκάβανε και θα πηγαίναμε με τα καραβάκια. Και ούτε η Συγγρού θα γινόταν σύγχρονη λεωφόρος, αν ο Καραμανλής δεν ήθελε να δείξει στο Ζισκάρ Ντ’ Εστέν τέλη του ’70, ότι η Ελλάδα εκσυγχρονίζεται.

Είπα λίγα παραδείγματα, ίσως αστεία, αλλά έτσι είναι. 

Κάποιοι είναι αδιάφοροι για τα μάρμαρα, λογικό και θεμιτό. Αλλά να μιζεριάζουμε κιόλας; Για σκεφτείτε έναν αντίστοιχο αρθογράφο, το 1827, λίγο πριν τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, να γκρινιάζει που οι οπλαρχηγοί μας έμπλεξαν σε έναν αγώνα όλο θυσίες και απογοητεύσεις. Φανταστείτε να υπήρχε η ελευθεριότητα του διαδικτύου τότε. Το τι θα άκουγε ο δύσμοιρος Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και οι υπόλοιποι ούτε να το σκέφτομαι, τι βρισίδι θα έτρωγαν.

 Θεόδωρος: Διάβασες ωρέ Γιώργη τι σου γράφανε σήμερα στο τουήτερ; 
Γεώργιος: Δεν πρόκαμα ωρέ Θόδωρε, δεν είχα καλή σύνδεση στο Φάληρο, ωρέ. 

Αλλά ας σοβαρευτούμε. Η μιζέρια φέρνει μιζέρια και η ηττοπάθεια ήττες. Και ο χρόνος θα διαψεύσει κάθε γκρινιάρη που ψεύτικα απογοητεύεται. Ναι, ψεύτικα. Γιατί μόνο οι άπραγοι και οι αδιάφοροι δηλώνουν κάθε τόσο ότι απογοητεύονται με το ένα και το άλλο. 
Όλοι οι υπόλοιποι, ξέρουμε, πόσο δίκιο είχε ο Καβάφης και πόσο πολύτιμες είναι ακόμα και οι αποτυχίες. 


Αν σας πάει ο δρόμος κατά το Λονδίνο, πηγαίντε στο Βρετανικό Μουσείο. Η είσοδος είναι ελεύθερη. Επισκεφθείτε την αίθουσα των Γλυπτών. Θα νιώσετε τότε, όπως εγώ πριν από χρόνια, εκείνη τη μαχαιριά στην καρδιά κι εκείνο το αχ που γίνεται πείσμα…