Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Ελεύθερο κάμπινγκ σημαίνει βρώμα και δυσωδία!

Διαβάζω το άρθρο της φίλτατης Χριστίνας Ταχιάου, με τίτλο «Κάμπινγκ σημαίνει ελευθερία«. Είμαι διστακτικός με τη συνήθεια του κάμπινγκ. Παρ' όλο που στο παρελθόν έμεινα σε σλίπινγκ μπανγκ σε κάμπινγκ στη Σαντορίνη, και ναι μεν, εξαιρετικά ήτο που το πρωινό αεράκι μας ξυπνούσε, αλλά καθότι είμαι σιχασιάρης και επιθυμώ ιδιωτικότητα, αγγλιστί πράιβασι, που λένε, προτιμώ να στριμώχνομαι οικονομικά και να μένω έστω και σε ένα δωμάτιο φτηνό, φαντασιωνόμενος τη λιτότητα διαμονής του Ελύτη, που ιδροκοπώντας ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, έγραφε υμνώντας τη θερινή ένδεια, παρά να διαβιώ στην ύπαιθρο ως αγριοκάτσικο.
Τέλος πάντων, περί ορέξεως και τα λοιπά, κάμποσο καιρό προσπαθούν να με πείσουν για το πόσο ονειρεμένες είναι οι διακοπές σε κάμπινγκ στη Χαλκιδική, όπου φθηνά νοικιάζοντας ένα τροχόσπιτο, έχεις και διαμονή ιδιαίτερη, και όλη μέρα είσαι στο κύμα δίπλα, με μια σαγιονάρα πρωί-βράδυ, ίσως του χρόνου το επιχειρήσω.
Το πρόβλημά μου είναι με το ελεύθερο κάμπινγκ, αγαπητοί μου. Με αυτή τη βρωμερή και φτωχομπινεδιάρικη συνήθεια, που έχει βαφτιστεί οικολογική, μαγαρίζοντας ακόμη και τη φυσιολατρεία! Σε λίγο θα μας πουν ότι το ελεύθερο κάμπινγκ προσιδιάζει του Διονυσίου Σολωμού, ως άλλος ύμνος εις την ελευθερίαν!
Και επειδή κάτι αριστεροαναρχόφρονες ξεκινούν να με βρίζουν, τους ακούω ήδη, εξηγούμαι:
Αυγουστιάτικο καλοκαιρινό πρωινό, με τον άνεμο να έχει πέσει, ξεκινάμε με αγαπητούς φίλους από τον Άγιο Νικόλαο Κρήτης για το νότο, ήτοι, για το χωριό Μύρτος, δυτικά της Ιεράπετρας. Φτάνουμε, έχοντας διασχίσει μια νάιλον θάλασσα από θερμοκήπια, σε μια ατελείωτη αμμουδερή με μικρό-μικρό βοτσαλάκι ακτογραμμή, με πάμπολλες ήρεμες γωνιές, το Λιβυκό πέλαγος στο πιάτο και ελάχιστο κόσμο. Στη διαδρομή οι φίλοι εκφράζουν την αγανάκτησή τους, που οι Αρχές του τόπου κυνηγούν τους πτωχούς σκηνούχους, που προσπαθούν να απολαύσουν διακοπές με τα πενιχρά οικονομικά τους μέσα. «Να μην μπορείς δηλαδή» λέει ο φίλος, «να κάνεις διακοπές χωρίς να πληρώσεις έστω έναν κερατά, ξενοδόχο ή δωματιά».
Φτάνοντας στο τέρμα σχεδόν της παραλίας, αντικρίζουμε δύο ομάδες ελεύθερων κατασκηνωτών, οι οποίοι όχι μόνον έχουν στήσει τα αντίσκηνά τους, όχι μόνον έχουν κοτσάρει και μια τέντα να, ως υπόστεγο μην τους κάψει ο ήλιος, αλλά έχουν τοποθετήσει δύο θηριώδεις ψησταριές, καρέκλες, τραπέζια, ξαπλώστρες, ομπρέλες, ψαροντούφεκα, μάσκες και σκοινιά μπουγάδας, καθώς και δύο, σχεδόν σε μέγεθος άρματος μάχης, Βολκσβάγκεν Τουαρέγκ φαρδιά-πλατειά στην άμμο, με τις ροδιές τους να έχουν χαράξει τη μισή παραλία.
Και λέω εγώ τώρα ο αντιδραστικός:
Βρε, αθεόφοβε νεοέλληνα!
  1.  Ποιος σου είπε, βρε, ότι η αμμουδιά είναι ιδιοκτησία σου, βρε, και σχεδόν την περιέφραξες;
  2.  Αν δεν είναι τσιγγουνιά και μην πω τι άλλο, τι στο διάλο είναι το δήθεν ελεύθερο κάμπινγκ σου, μου θες και ερημιά τρομάρα σου, για να υπερηφανεύεσαι ότι δεν πλήρωσες δωμάτια, κι ας έφαγες δεκαπέντε κιλά κρέας σκοτωμένο σε μπρι ζόλια και κοψίδια σε αυτοσχέδιο μπάρμπεκιου;
  3.  Το ρημαδοάμαξό σου τι το πάρκαρες εκεί μπροστά; Δεν βαρέθηκες να το βλέπεις; Ποιος θα στο κλέψει, ο γιδοβοσκός με τα κατσίκια από πάνω; Στο κάτω-κάτω, για τη θέα της θαλάσσης δεν πήγες εκεί;
  4.  Γιατί τώρα εγώ είμαι σίγουρος ότι άμα φύγεις θα αφήσεις ένα βουνό από σκουπίδια και άλλα απορρίμματα ξοπίσω σου; Και αφού έχεις κοτζάμ τζιπάρα, εξαιρετικής γερμανικής τεχνολογίας, που τα έσκασες χοντρώς για να την πάρεις, τόσο πολύ σου λείπει το χωριό σου και θες να αφοδεύεις στα βάτα, μωρέ;
  5.  Η χρήση δε διώκεται πια, μην έχεις την ανάγκη να πας στου διαόλου τη μάνα για να απολαύσεις το μπαφίδι σου. Τουλάχιστον αυτό θα το φουμάρεις ως το τέλος και δε θα αφήσεις γόπες τριγύρω.
Συμφωνώ, όλα είναι θέμα αγωγής, όχι παιδείας, αγωγής! Και αντί να φλομώνουνε τα παιδιά στα θρησκευτικά και τα ξύλινα αρχαία στα σχολεία, ας τα πάνε και καμιά κατασκήνωση να μαθαίνουνε την επιβίωση και την αυτάρκεια. Αλλά να βαφτίζουμε και το γούστο μας ελευθερία, ε όχι, μωρέ αδέρφια παραθεριστές! Τώρα που βρίσκει κανείς πάμφθηνα καταλύματα ένεκα της κρίσεως. Δεν είναι η κρίση και οι διακοπές του λαού, αλλά η ανοησία μας, που τρακάρει με ιδεολογία και τινάζεται στον αέρα της κακογουστιάς!
Κοντολογίς: Παραθερίστε όπως γουστάρετε. Παίξτε και ρακέτες, τάκα-τάκα να μας παίρνετε τ' αυτιά, κουβαλήστε και τάβλια να ξεχαρμανιάσετε ντούκου-ντούκου, πιείτε και τα φρέντα σας στην παραλία, αλλά φεύγοντας μαζέψτε τα σκουπίδια και τις γόπες, μωρέ! Αγαπήστε τη χώρα και στις διακοπές! Όχι μόνο όταν διαδηλώνετε!

(δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 19 Αυγούστου 2013)
Συγχύστηκα πάλι! Ουφ!

Ο Δον Κιχώτης στην Πάρο

Ο Δον Κιχώτης στην Πάρο. 


Για να πάει κανείς στη δουλειά του πρέπει να μετακινηθεί. Να μπει σε ένα αυτοκίνητο. Σε ένα τρένο, αεροπλάνο, πλοίο. Εκτός αν μένει κοντά και πάει με ποδήλατο. Για να ζεσταθεί πρέπει να ανάψει σόμπα ή να κάψει πετρέλαιο.
Αντίστοιχα για να κάνει σχεδόν το ο,τιδήποτε χρειάζεται ρεύμα. Το ρεύμα παράγεται από ορυκτά καύσιμα. Στη χώρα μας από λιγνίτη, που θεωρείται το ρυπαρότερο από όλα τα ορυκτά. 
Εξαιρουμένου του εγχώριου ρυπογόνου λιγνίτη, όλα τα υπόλοιπα, χρειάζονται ένα προϊόν που παράγεται πολύ μακρυά, σε χώρες με πολύ ζέστη από ανθρώπους που φοράνε κελεμπίες. Τα παράγωγα αυτά βγαίνουν από τα έγκατα της γης, δυιλίζονται σε διάφορες μορφές, μπαίνουν σε καράβια, διασχίζουν θάλασσες και φτάνουν σε μας εισαγόμενα και ακριβά. 

Στη χώρα μας έχουμε ήλιο, πολύ ήλιο. Και στα νησιά μας αέρα, πολύ αέρα. Ενίοτε κοπανιστό, αλλά και κανονικό, μελτέμια, πουνέντηδες, σιρόκους, νοτιάδες και βοριάδες. Έχουμε και δον Κιχώτηδες. Που κυνηγάνε τους σύγχρονους ανεμόμυλους. Δηλαδή τις ανεμογεννήτριες. Μεγάλους μύλους που με το αεράκι παράγουν ρεύμα που δε ρυπαίνει, δε βρωμίζει και δεν καπνίζει, γιατί είναι “καθαρό”, αεράκι που φυσάει και βάζει μπροστά μηχανές ενέργειας. 

Στην Κρήτη παλιά είχανε ξεσηκωθεί στο Λασίθι και αλλαχού, ενάντια σε ένα σχέδιο εγκατάστασης ανεμμογεννητριών, γιατί θα καταστρέφονταν τα μονοπάτια των κρι κρι, θα ξεχορταριάζονταν βοτάνια για να ανέβουν φορτηγά να τις στήσουν και κυρίως γιατί η λεβεντογέννα θα γινότανε λέει η μπαταρία της Ευρώπης, καθώς θα έφευγε το ρεύμα από το κρητικό αεράκι να πάει στη Γερμανία και στους άλλους βαρβάρους. 

Αλλά ο Έλλην Δον Κιχώτης θα τους κυνηγήσει τους ανεμόμυλους που μας έρχονται από έξω. Προτιμάει το πετρέλαιο του σαουδάραβα. Θέλει εξάτμιση να σνιφάρει και να γκαζώνει το ναβάρα στα σπαρτά. Θέλει καρβουναριό, ως άλλος αριστοφανικός Αχαρνιώτης, να ρουφάει και να ντουμανιάζουν τα πλεμόνια του. Προτιμήστε τον ντόπιο λιγνίτη ωρέ, βροντοφωνάζει, όχι τα εισαγόμενα μυλαράκια που αλλοιώνουν το τοπίο. Κανείς δε θα μας αλλοιώσει το τοπίο μας, παρά μόνο εμείς. 

Παλιά στο οροπέδιο πάλι του Λασιθιού εκατοντάδες ανεμομυλαράκια βοηθούσαν στο πότισμα της εύφορης γης. Λένε ότι ήσαντε περίπου 12.000! Και τι όμορφο τοπίο που ήτανε, μέχρι και σε ταινίες το έχουνε τραβηγμένο. Έκτοτε ήρθε ο σωλήνας, η γεννήτρια και η υποθαλάσσια σύνδεση για όλες τις δουλειές. 

Οικολογική συνείδηση, πράσινη ενέργεια, αυτονομία και χαμηλότερο κόστος δε λένε τίποτα στους εγχώριους δον Κιχώτες. Ο Έλληνας Κιχώτης δε διαδηλώνει επειδή γιόμισε ο τόπος του μπετά και εξοχικά και νομιμοποιημένα αυθαίρετα. Δε διαδηλώνει για το μπάζωμα των περιοχών natura με ομπρελοκαθίσματα, σεζλόνγκ και μπητσομπαροκαταστήματα. Δεν τον νοιάζει αν θα έχει καθαρή ενέργεια. Αν η ενέργεια αυτή δεν αποθηκεύεται εύκολα, άρα δεν κινδυνεύει εύκολα να γίνει το νησί του μπαταρία. Δε φοβάται αν κατακαλόκαιρο κοπεί η σύνδεση και δεν έχει ούτε παγάκι να δροσίσει το διψασμένο του λαρύγγι, όχι!

Ο Δον Κιχώτης θα βγει στην Πάρο, στην Κρήτη, στα νησιά, όπου άγνωστοι πάνε να στήσουνε μύλους, θα είναι μπροστάρης στον αγώνα των κατοίκων που θα δώσουν δυναμικό παρών, μαζί με τους κακόμοιρους δημάρχους, που κανείς τους δε λέει  ότι τυχόν φοβούνται να πουν αντίθετη γνώμη μην και τους πάρουν οι επιτροπές αγώνα στο κυνήγι. 

Νόμος είναι το δίκιο του Κιχώτη. Ή μάλλον το γούστο του Κιχώτη. Του Κιχωτάκη, του Κιχωτόπουλου, του Κιχωτίδη, του Κιχώτογλου. 
Και εμείς οι κακόμοιροι, Σάντσο Πάντσηδες, άδικα λέμε ότι θα γενεί ο τόπος πιο καθαρός και αυτόνομος. Ο Κιχώτης τράβηξε μπρος τρεχάλα μην ακούγοντας τίποτα. 
Άσε τη Φραγκιά να έχει φτηνό ρεύμα. Ο Κιχώτης το καίει το κάρβουνο, το πίνει το πετρέλαιο, το λαμπαδιάζει το μαζούτ, τη ρουφάει τη βετζίνα. 

Για αυτό και πάντα θα κυνηγάμε ανεμόμυλους, κάθε λογής. Νομίζοντας ότι είναι εχθροί μας. Ξιφομαχώντας με τον αέρα. Εκτός αν μας δώσουν μια επιδότηση να στήσουμε τους μύλους εμείς. Και να μας προαγοράσουν και το ρεύμα. Σε τιμή εγγυημένη κλειδωμένη. Και τότε ευθύς αλλάζουμε. Και γίνεται ο  μύλος φίλος και ο Κιχώτης συνετός. Αλλά που…γίνονται τέτοια πράματα;

Τα μυλαράκια του Λασιθιού εδώ: 
Και εδώ σε ταινία του Βέρνερ Χέρτσογκ: 

εδώ ένα τοπίο αλλοιωμένο αίσχος στη Δανία:

 


(δημοσιεύτηκε στο Capital.gr την Τετάρτη 29 Μαρίου 2017