Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Το δημόσιο σχολείο ως τιμωρία του φτωχού

 Μαθήτευσα σε δημόσιο σχολείο. Και είμαι περήφανος και χαρούμενος για αυτό. Είμαι ευτυχής γιατί είχα συμμαθητές μου παιδιά της γειτονιάς μου, αλλά όχι μόνο. Γιατί είχα μερικούς εξαιρετικούς καθηγητές και δασκάλους, που ακόμα τους θυμάμαι. Θυμάμαι το φοβερό κ. Παπαδόπουλο που ήταν ο διευθυντής στο δημοτικό μας, το χαλαρό και ωραίο κ. Βελιούρη, τη δασκάλα που με πέταγε όλη την ώρα έξω στην τρίτη δημοτικού, τον κ. Πιπερίδη που με έμαθε αρχαία, τον κ. Συμεωνίδη που με έμαθε μαθηματικά και πολλούς άλλους, δεν τους αδικώ και δεν τους ξεχνώ, τους κουβαλώ πάντα μαζί μου, δεν τους γράφω για οικονομία. 

 Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως αν πήγαινα σε ιδιωτικό δε θα ήμουν περήφανος εξ’ ίσου. Μάλλον το ίδιο. Και αυτό γιατί θεωρώ τη διαφοροποίηση μια χυδαία απάτη. Και όσους την κάνουν απατεώνες και ψεύτες ολκής. Και εξηγούμαι:

 Νηπιαγωγείο, 1η και 2α δημοτικού πήγα σε ιδιωτικό. Σε ιδιωτικό στο Ρέντη, που ζούσαμε, εκεί υπήρχε το ιδιωτικό Ρουσσέα-Γεωργίτση, που δεν υπάρχει πια. Δεν είχε θέση για μένα στο δημόσιο νηπιαγωγείο, οπότε οι γονείς μου σφίξαν το ζωνάρι, ο μπαμπάς δούλεψε περισσότερο στο καθαριστήριο που είχαμε, κόψανε από δω, κόψανε από κει, αντέξανε τρία χρόνια. Μετά στο δημόσιο, όπου πέρασα θαυμάσια, αξέχαστα και αγαπησιάρικα.

 Το πρόβλημα περί της απάτης, που λέγαμε πριν, είναι ότι θεωρώντας ότι το ιδιωτικό είναι προνόμιο που πρέπει να τιμωρηθεί με κάποιο τρόπο, είναι σαν να τιμωρείς την ελευθερία των επιλογών. Ουσιαστικά είσαι ένας κρυπτοφασίστας, που θέλει τα παιδιά να είναι έρμαια της κρατικής και καταπιεστικής ανάγκης και όχι τέκνα  της επιλογής των γονιών τους. 

 Απαριθμώ όπως μου αρέσει να κάνω:

  1. Η γνώση δεν είναι προϊόν. Δεν είναι απορρυπαντικό, χρυσή καδένα, μηχανάκι, κολώνια, παλτό, χαβιάρι ή βενζίνη. Είναι γνώση που ανοίγει το μυαλό και πρέπει να είναι όχι μόνο προσιτή σε όποιον την αναζητά, αλλά και να παρέχεται σε καλή ποιότητα, γιατί η γνώση είναι δίκοπο μαχαίρι, που σε αναμορφώνει αλλά και σε χαντακώνει ή σε ευνουχίζει ψυχολογικά.
  2. Τα ιδιωτικά σχολεία είναι ελληνικές επιχειρήσεις. Που δουλεύουν Έλληνες, καθηγητές, δάσκαλοι, διοικητικό προσωπικό, καθαρίστριες, οδηγοί, φύλακες και τόσοι άλλοι. Δεν πουλάνε εισαγόμενα προϊόντα. Οι αμέτρητοι άνεργοι καθηγητές και δάσκαλοι, αφού δεν έχουν ελπίδα να δουλέψουν στα δημόσια που χρεωκόπησαν, που να εργαστούν; Το πρόβλημα δεν είναι ότι τα ιδιωτικά είναι “καλά” σχολεία για πλούσιους σε ακριβές γειτονιές, αλλά ότι έγιναν τόσο ακριβά, που δε μπορούν να υπάρχουν στο Ρέντη, τον Κορυδαλλό, το Πέραμα, την Ελευσίνα, σε λαϊκές γειτονιές δηλαδή, αλλά μόνο σε γειτονιές εύπορων. Τα  προσιτά ιδιωτικά που υπήρχαν, σαν αυτό που πήγα κι εγώ για λίγο, τα κλείσαμε. 
  3. Αναγκαστικά το κάθε παιδί πηγαίνει στο σχολείο της γειτονιάς του. Καλό, κακό εκεί θα πάει. Σχολείο στο σακί. Και πώς να βρεις το καλό δημόσιο; Γίνεται καμία αξιολόγηση; Όχι βέβαια, νά’ ναι καλά η άθλια ΟΛΜΕ και οι διδασκαλικές ενώσεις, που σκάβουν χρόνια τώρα το λάκκο τους, απαξιώνοντας την αξία του δημόσιου εκπαιδευτικού λειτουργού. Δεν έχεις λεφτά; Στο δημόσιο θα πας, να βγεις τζάμπα άνεργος. Έχεις λεφτά για ιδιωτικό; Θα σε κάνει το κράτος να μην έχεις, αυξάνοντας τα δίδακτρα, ώστε μόνον οι πραγματικά πλούσιοι να πηγαίνουν κι όχι εσύ ρε κακομοίρη, που ο πατέρας σου κι η μάνα σου στερούνται για να πληρώνουν οριακά τα δίδακτρα. 
  4. Καμία αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου δεν έχει γίνει και ούτε υπάρχει στα χαρτιά για το άμεσο μέλλον. Και ούτε για τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια βεβαίως. Και ξέρετε γιατί; Γιατί κανείς δεν κάθεται να κάνει την πιο δύσκολη και επίπονη κουβέντα που θα έπρεπε να έχουμε κάνει εδώ και χρόνια: Τι νηπιαγωγεία θέλουμε; Τι δημοτικά; Τι να έχει μάθει ο μαθητής τελειώνοντας την 6η; Τι να μαθαίνει στο Γυμνάσιο; Τι χαρακτήρα θα θέλουμε να έχει τελειώνοντας το λύκειο; Τι άνθρωπος να βγει από το Πανεπιστήμιο; Τι να έχει γίνει; ΟΥΚάς εθνικιστής; Τι είδους πατριωτισμό να του εμπνεύσουμε; Της φουστανέλας και μόνο; της φυλετικής μας “ανωτερότητας”; Ή να έχει αυτοποποίθηση, σεβασμό, ανθρωπιά, πραγματική και πρακτική γνώση για τη ζωή και την καθημερινότητά του και ελευθερία επιλογών; 

 Τα δημόσια σχολεία δεν είναι σχολεία που δεν τα πληρώνουμε. Τα πληρώνουμε πάρα πολύ ακριβά. Και δε γνωρίζουμε τι ακριβώς παίρνουμε με τα χρήματα που δίνουμε φορολογούμενοι και τα οποία σκορπίζονται στην αβυσσαλέα κοιλιά του ελληνικού κράτους. 

 Αντιπαρέρχομαι, το γεγονός που είχαμε πει από την πρώτη στιγμή, ότι θα οργιάσει η “μαύρη” και αφορολόγητη διδασκαλία και τα “μαύρα” ιδιαίτερα. 
Και επιτέλους, ας σταματήσει η σπίλωση των φροντιστηρίων ως παραπαιδεία. Κυρίως εκεί γίνεται συστηματική σύγχρονη διδασκαλία, με αξιολόγηση, ανταποδοτικότητα και πραγματική χρησιμότητα και στόχευση. 

 Αλλά εδώ ακόμα δεν έχουμε αποφασίσει για τη χρησιμότητα του να διδάσκεται ο μαθητής 12 συνεχόμενα χρόνια θρησκευτικά. Πότε λοιπόν κάποιος δημοσκόπος θα κάνει μια όσο το δυνατόν πραγματική έρευνα στους γονείς, με το ερώτημα, εμπιστεύεστε το δημόσιο σχολείο για την αγωγή των παιδιών σας; Αν όχι γιατί; Αν ναι γιατί; Υπάρχει αγωγή, ουσιαστική αγωγή και διάπλαση χαρακτήρων στη δημόσια εκπαίδευση; Ή τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα υπάρχουν, οπως και οι υπόλοιπες του δημοσίου υπηρεσίες, πρωτίστως για τον εαυτό τους και τους εργαζομένους τους και κατόπιν για τους πολίτες και τα παιδιά;

 Το τζάμπα να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι πέθανε αγαπητοί και αγαπητές μου. Και όσο εμείς θα φορολογούμε τα κάθε λογής ιδιωτικά και γενικώς τη μη ελεγχόμενη γνώση, διότι περί αυτού πρόκειται, όποιος μπορεί να πληρώσει θα σπουδάζει σε σχολεία και Πανεπιστήμια που θα του βρίσκουν δουλειά και όποιος δε μπορεί θα βολοδέρνει εντός, έρμαιο των κομμάτων και των πολιτικών απατεώνων. 


Μπορούμε σήμερα να ισχυριστούμε ότι οφείλουμε στα σχολεία μας το ευ ζην; Και αν όχι γιατί; Και ως πότε;





Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Το σπίτι του Φίνου στο Mεταξουργείο!


Αφού ο κινηματογράφος είναι τέχνη, δε δικαιούται και αυτός το μουσείο του; Μπορεί να είμαστε μια σταλιά χώρα, αλλά την κινηματογραφική μας ιστορία τη γράψαμε και συνεχίζουμε να τη γράφουμε με τις νέες γενιές σκηνοθετών μας. 

Ας πάμε λοιπόν μια βόλτα κι ας δούμε το μέλλον μέσα από το παρελθόν. 

Το Μεταξουργείο είναι μια ιστορική γειτονιά της Αθήνας. Παλιά λαϊκή συνοικία, αλλά και αστική περιοχή με εξαιρετικά αρχοντικά. Όταν η αστική τάξη, μην αντέχοντας τα λεφούσια των προσφύγων της Μικρασίας, αποτραβήχτηκε κατά τις βόρειες συνοικίες, ακριβώς λίγο πριν την έναρξη της εποχής της αντιπαροχής γύρω στο ’60, τα παλιά νεοκλασικά, νοικιάζονταν με το δωμάτιο, σε οικογένειες, εργένηδες, φοιτητές, σε ανθρώπους κάθε λογής που κατέκλυζαν μέρα τη μέρα την πόλη. Θυμηθείτε την ταινία με το Χορν “Αλίμονο στους νέους”, μεταξύ άλλων, αλλά και την “Αυλή των Θαυμάτων”, το έργο του Καμπανέλλη, που ξεκίνησε τη νέα εποχή του νεοελληνικού μας θεατρικού έργου.

Στο Μεταξουργείο, στην περιοχή του Αγίου Παύλου, βρίσκεται η οδός Χίου. Στο νούμερο 53, σε ένα παλιό νεοκλασικό, πρώην σαπωνοποιΐα της εταιρείας Παπουτσάνης, το 1955, μετακομίζει τα εργαστήρια και τα γραφεία της η ταχύτατα ανερχόμενη τότε κινηματογραφική εταιρεία του Φιλοποίμενος Φίνου.

Τα αριστουργήματα ακόμα δεν έχουν έρθει, ούτε τα ρεκόρ των εισιτηρίων. Αλλά η νέα εταιρεία φτιάχνει στο ήδη παλιό τότε κτήριο, εγκαταστάσεις υψηλών προδιαγραφών για την εποχή. Να πούμε μόνο ένα για την περιβόητη τεχνική αρτιότητα των ταινιών της Φίνος Φιλμ:  σίγουρα θα σας έχει συμβεί παρακολουθώντας ταινία του νεότερου λεγόμενου ελληνικού σινεμά, να δυσκολεύεστε να ακούσετε καθαρά τους ηθοποιούς. Αναρωτηθείτε αν σας έχει συμβεί σε οποιαδήποτε ταινία του Φίνου. 

Ο Φίνος μεγαλούργησε και παρέσυρε μαζί του στη δόξα μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών, τεχνικών, αλλά και γενιές ολόκληρες Ελλήνων θεατών. Στις ταινίες του, αποτυπώνεται η λαϊκή Ελλάδα, οι γειτονιές του τότε, η καθομιλουμένη, οι εικόνες από δρόμους και γειτονιές που άλλαζαν ραγδαία. Μπορεί η εικόνα να ήταν πιο ωραιοποιημένη σε σχέση με την πραγματικότητα, αλλά ποιος μπορεί να αντισταθεί στην αγάπη του Σακελλάριου για την Αθήνα που χανόταν κάτω από τις μπουλντόζες, μέσα από τα πλάνα του “Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο”;

Στο αδυσώπητο παρόν μας, το σπίτι του Φίνου στο Μεταξουργείο υπάρχει ακόμα. Και αντέχει, άδειο και έρημο, ασφυκτιώντας σε μια “υποβαθμισμένη¨γειτονιά, όπου “υποβαθμισμένη” διάβαζε ξεχασμένη από άρχοντες, τοπικούς και μη.

Σάββατο απόγευμα, μέσα στη φθινοπωρινή υγρασία του σούρουπου, κατηφορίζω στον Άγιο Παύλο, για μια έκθεση εικαστικών στο σπίτι του Φίνου. Κοντοστέκομαι και φαντάζομαι:
Τα φορτηγά να ξεφορτώνουν σκηνικά και προβολείς.
Την παρατημένη μονταζιέρα στο ισόγειο να κόβει και να ράβει ατάκες του Βουτσά και του Κούρκουλου.
Τον Αλεξανδράκη και την Καρέζη να ντουμπλάρουν σκηνές τους, στο στούντιο του πρώτου ορόφου. 
Ηθοποιούς να καταφτάνουν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, μετά τις παραστάσεις τους, για μια συμπληρωματική φωνοληψία, ή για να ξεκινήσουν για γύρισμα στα στούντιο των Αγίων Αναργύρων-τότε.
Τον ίδιο το Φίνο να επιδιορθώνει ένα μηχάνημα με το αιώνιο κατσαβιδάκι που είχε πάντα μαζί του.

Και ξανααναρωτιέμαι: Γιατί να μη γίνει το υπέροχο και ιστορικό αυτό οίκημα κινηματογραφικό μουσείο; Γιατί να κινδυνεύει να έχει την τύχη του στούντιο της Κολούμπια στη Ριζούπολη; Εδώ έχουμε την κινηματογραφική μας κληρονομιά, που μας περιμένει να την αναδείξουμε. Υπουργείο Πολιτισμού μ’ ακούς; Ως πότε θα αδιαφορείς;












Το σπίτι του Φίνου στην οδό Χίου, είναι ένας από τους λόγους που αγαπώ την Αθήνα. Είναι από εκείνα που μου θυμίζουν την εποχή των σπουδαίων.

Κοιτάζω τις μουτζούρες που έχουν βρωμίσει τον εξωτερικό τοίχο του κτηρίου. Απομακρύνομαι με ασπρόμαυρα πλάνα στο μυαλό μου. Πλάνα που, τουλάχιστον αυτά, δε θα ξεχαστούν ποτέ. Σε αντίθεση με τις λογής πολιτικές υποσχέσεις…



Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Η Δραπετσώνα του Καραγάτση που είναι λίγο και δική μου.


Η Δραπετσώνα είναι η γειτονιά του Πειραιά που δε χορταίνω να περπατάω. Η γωνιά στη γέφυρα του τρένου στον 'Αη Διονύση με κάνει πάντα να κοντοστέκομαι. Οι ράγες του τραμ θαμμένες στην άσφαλτο, όπου σώζονται ακόμη. Τα παλιά σπίτια. Το λιμάνι στο βάθος της κατηφόρας. Κάποια ωραία κουτούκια και μερικά θαυμάσια παλαιοπωλεία. 

Ανάτρεξα στο Γιούγκερμαν, σε μια εξαίσια διαδρομή στη Δραπετσώνα της δεκαετίας του '30, όπως τη χάραξε στο χαρτί και στην αιωνιότητα ο Μ.Καραγάτσης.
Ιδού η μεταγραφή που έκανα για σας, Πειραιώτες και μη. Απολαύστε γραφή υψηλού επιπέδου:

"...Μπροστά στο Δημοτικό Θέατρο πρόσταξε τον σωφέρ να σταθεί:
-Πήγαινε, του είπε, στ' ανθοπωλεία, κι αγόρασε λίγα λουλούδια. Τα καλύτερα που θα βρεις.
     Σε λίγο ο σωφέρ γύρισε με μιαν αγκαλιά τριαντάφυλλα και ντάλιες. Τ' απόθεσε πλάι στον αφεντικό του και περίμενε διαταγές. 
-Πάρε το δρόμο της Δραπετσώνας.
 Πέρασαν τη λεωφόρο του λιμανιού. Το σούρουπο τραβούσε ακόμα σε μάκρος, αλλάζοντας διαρκώς τ' αμέτρητα χρώματά του. Ήταν η ώρα που σάλπαραν τα βαπόρια, χαμηλά και πολύφωτα πάνω στην πορτοκαλιά θάλασσα, αφήνοντας ξοπίσω τους χαμηλές τολύπες από καστανό καπνό. Από τα κατάμεστα καταστρώματα κουνιόνταν μαντίλια χαιρετισμού, κι η παραλία απαντούσε μ' άλλα μαντίλια. Στο δρόμο κυκλοφορούσε το αιώνιο πολύχρωμο κι αόριστο πλήθος των τόσων ανθρωπάκηδων, που γυρνούσαν απ' τη δουλειά στα σπίτια τους χαζεύοντας. Κι άξιζε να χαζεύουν. Ήσαν τόσα πράματα ολόγυρά τους, μα και τίποτα ορισμένο. Ήταν τόσο χρυσός ο ουρανός, τόσο χλιαρός και φωτεινός ο αέρας. Κι αυτοί οι ίδιοι τόσο παράξενοι και κοινότατοι, που άξιζε τον κόπο να χαζεύουν και ν' αλληλοχαζεύονται. Τα ρολά των μαγαζιών έκλειναν με πάταγο, κι οι έμποροι τραβούσαν στην αγορά να ψωνίσουν. Οι νεαροί υπάλληλοι, με την κυματιστή χτενισιά και τη λασκαρισμένη χοντρόκομπη γραβάτα -υψηλό πειραιώτικο σικ-, έριχναν πειραχτικά λόγια στα ξεσκούφωτα κορίτσια, που προσπερνούσαν σε γελαστές παρέες. Άλλοι πάλι, εργάτες κουρασμένοι από τους εκατό ημερήσιους τόνους που κουβαλούσαν στην πλάτη τους, τραβούσαν σιωπηλοί κατά τα ουζάδικα, όπου τους περίμενε το ξαπόσταμα του αλκοόλ. Στις δέστρες καθόνταν καβάλα έφηβοι αλήτες, με γυμνές ψημένες γάμπες, και φτύναν στο νερό κοιτώντας το φευγάτισμα των βαποριών. Σε κάποιο ουζάδικο, το γραμμόφωνο τραγούδαγ' ένα σερέτικο σκοπό γοργό, αλανιάρικο, μπαμπέση, βέρο πειραιώτικο, γεμάτο τσαλίμια και μαγκιά, όλο ψευτοπαράπονο και παλιανθρωπιά:

Γιαμ-γιουμ, δε σε θέλω πια,
στο διάβολο να πας,
και συ και η μαμάκα σου
κι ο ναύτης που αγαπάς!

  Τραγούδι παλιό, ξεχασμένο, που Κύριος οίδε που το ξετρύπωσε ο γραμμοφωνατζής. Ο Γιούγκερμαν ξανάκλεισε τα μάτια. Θυμήθηκε εκείνη τη γεναρίτικη βροχερή νύχτα, που ξεμπάρκαρε  από την "Κλεοπάτρα" στον έρημο ντόκο, ντυμένος τη στολή των Κοζάκων της Φρουράς. Έτσι και τότε, κάποιος αργοπορημένος μπέκρος τραγουδούσε τον ίδιο σκοπό, μες στην ψιλή ψιχάλα και το πηχτό σκοτάδι.Και στάθηκαν με το Λιάπκιν - τι να γίνεται ο Λιάπκιν;- κι άκουσαν το άπιστο τραγούδι που τους υποδέχτηκε στην άγνωστη πολιτεία...
  Πέρασαν τη Ζέα και πήραν το δρόμο της Δραπετσώνας. Καθώς ο σωφέρ έκανε να στρίψει αριστερά, κατά το εργοστάσιο των Σκλαβογιάννηδων, ο Βάσιας τον εμπόδισε:
-Όχι από δω! Κάνε δεξιά. Στο νεκροταφείο.
  Η μεγάλη πόρτα ήταν κλειστή, τέτοιαν ώρα. Ο θυρωρός έπαιρνε τον αέρα του σε μια καρέκλα, πλάι στον τοίχο. Ξαφνιάστηκε βλέποντας την Πάκαρ να σταματάει, και σηκώθηκε να ιδεί τι τρέχει. Μα σα γνώρισε το Γιούγκερμαν, έβγαλε το καπέλο του μ' εκείνο το σεβασμό που δημιουργούν στις ψυχές των ανθρώπων τα γενναία ρεγάλα. Δίχως να πει λέξη άνοιξε το πλαϊνό πορτάκι, απ' όπου ο νυχτερινός επισκέπτης τρύπωσε φορτωμένος λουλούδια.
  Προχώρησε ανάμεσα στους τάφους, τους ντυμένους από τα πρώτα γαλάζια αντιφεγγίσματα του βραδιού. Ο θυρωρός πίσωθέ του. Ο Αποσπερίτης τρεμόλαμπε πάνω από τις αιχμές των σκοτεινών και ασάλευτων κυπαρισσιών. Ήξερε το δρόμο του. Εκεί, κοντά στο μεσημβρινό τοίχο, κάτω από τον εναέριο σιδηρόδρομο της Εταιρείας Λιπασμάτων, ήταν ο τάφος της. Ένας τάφος μικρός, ελάχιστος, όσο και το κορμί της. Κι ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός, σαν το γλυκό μαρτύριό της. Ένα καντηλάκι τρεμόσβηνε πάνω απ' το κεφάλι της, αναμμένο από ευλαβικό χέρι μητέρας ή αδερφής. Λίγα λουλουδάκια ψευτοζούσαν στο χώμα που τη σκέπαζε. Ήταν ήσυχη, εκεί πέρα. Κανείς δεν την ενοχλούσε πια. Κοιμόταν τον αιώνιο ύπνο της λικνισμένη από τη βοή της ζωντανής πολιτείας που ξαπλωνόταν χαμηλά, προς το λιμάνι και το Κερατσίνι, ψηλά προς την Κοκκινιά. Κάθε δυο λεπτά, ένα βαγονέτο του εναέριου σιδηρόδρομου περνούσε πάνωθέ της -ένα κατά δω, ένα κατά κει- κι ίσως αυτό το πήγαιν' έλα να της κρατούσε συντροφιά, να τη διασκέδαζε στη μεγάλη ανία που ήταν γι' αυτή ο θάνατος..."


Για τη μεταγραφή: Νίκος Ορφανός.
Υ.Γ. Κάντε που και που μια βουτιά στους μεγάλους μας λογοτέχνες. Ξαναβλέπεις τη ζωή με πιο φρέσκια ματιά. 

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Το κράτος του παραλόγου και τα θανατηφόρα εισοδηματικά κριτήρια.



Ζούμε σε ένα παράδοξο κράτος. Το ξέρουμε. Δε λέω κάτι πρωτοφανές. Θα επεκτείνω το συλλογισμό: ζούμε σε ένα φορολογικά παράδοξο κράτος. Σε ένα κράτος που, αν ήταν φυσικό πρόσωπο, σίγουρα θα το είχαν κλείσει σε φρενοκομείο για εντατική θεραπεία - και το λέω με απόλυτο σεβασμό προς τους ψυχικά πάσχοντες, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως ο παραλληλισμός, έστω και χάριν αστεϊσμού, τους προσβάλλει. Το να παρομοιάζονται δηλαδή με το μεταοθωμανικό μας κράτος. 

Ας μπούμε στις λεπτομέρειες. 
Λένε χρόνια τώρα, ένα σωρό ειδικοί, για την απόλυτη αναγκαιότητα ενός σταθερού φορολογικού συστήματος. Αλλά για τη δικαιοσύνη αυτού του συστήματος, ελάχιστα ακούω κατά καιρούς 

Πάρτε για παράδειγμα τη φορολογία εισοδήματος. 
Η φορολογική πολιτική του κράτους μας, σχεδιάζεται λαμβάνοντας υπ’όψιν κυρίως τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα και τους συνταξιούχους, που και αυτοί με τη σειρά τους, εξαρτώνται από το κράτος. Οι ομάδες αυτές, ενώ κατ’ επίφαση, μεταχειρίζονται κάπως προνομιακά, στην πραγματικότητα, είναι έρμαια της κρατικής μέγγενης, που τους σφίγγει όλο και περισσότερο μέχρις εξαντλήσεως. 
Κανείς, για παράδειγμα, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη από τους χιλιάδες των ασφαλισμένων, που με στερήσεις, πλήρωσαν τις υψηλές συνταξιοδοτικές κλίμακες, μόνο και μόνο για να εισπράξουν τελικά μια χαμηλή σύνταξη, αλλά και να παρουσιάζονται ως υψηλοσυνταξιούχοι, που ευθύνονται για την κατάρρευση των ταμείων, τιμωρούμενοι για την εμπιστοσύνη που έδειξαν στα ταμεία τους.

Οι δε εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα θεωρούνται κάτι ανάμεσα σε κλέφτες και κότες που κάνουν χρυσά αυγά. Και προσέξτε τις παραδοξότητες που διαιωνίζονται και με το 3ο μνημόνιο, αλλά και που θα διαιωνίζονταν ούτως ή άλλως, καθώς καμία άλλη εναλλακτική πρόταση υπήρξε τόσον καιρό από τη σημερινή κυβέρνηση:

Αν εργάζεσαι στον ιδιωτικό τομέα, είτε ως ελεύθερος επαγγελματίας, είτε επιχειρηματικά, σε μικρό, μεσαίο ή μεγαλύτερο μέγεθος δεν έχει σημασία, γνωρίζεις ότι υπάρχουν καλές και κακές χρονιές, καθώς και μέτριες. Την τελευταία 5ετία, τις όποιες καλές, διαδέχονται κακές ή χειρότερες σε μία, στην καλύτερη περίπτωση, σταθερή, αν όχι απότομη, πτώση.

Προσπερνώ την περιβόητη προκαταβολή φόρου, βάσει της προηγούμενης δήλωσής σου, που Κύριος οίδε ποιος οικονομικός φωστήρας σκέφτηκε. Μάλλον κάποιος πειρατής του κράτους, σε άλλη μια απόπειρα φορολογικού ρεσάλτου στις επιχειρήσεις. 

Αν πέρυσι, οι δουλειές σου πήγαν κάπως καλά, φέτος θεωρείσαι ανώτερη τάξη και δε δικαιούσαι σχεδόν τίποτα. Ούτε το παιδί σου δικαιούται θέση στον παιδικό σταθμό, ούτε ένα σωρό άλλα προνοιακά επιδόματα ή βοηθήματα, καθώς το εισοδηματικό κριτήριο, μπαίνει άδικα, οριζόντια και ανελέητα επί δικαίων και αδίκων, υπολογιζόμενο, ξαναλέω, με βάση το περσινό σου εισόδημα!
Αν λοιπόν φέτος δεν έχεις καλή χρονιά, ή αν έχεις μια κάκιστη χρονιά και παλεύεις στο όριο της επιβίωσης, προπληρώνεις μεγάλο φόρο, που εννοείται δε θα πάρεις πίσω ποτέ από αυτό το κράτος, με αυτούς τους μηχανισμούς και βρίσκεσαι στην αναδουλειά, στερούμενος κοινωνικών παροχών, καθώς βάσει της περσινής σου δήλωσης θεωρείσαι εύπορος!!!

Αν του χρόνου πας καλύτερα, θα θεωρείσαι φτωχός, βάσει πάλι της τελευταίας σου δήλωσης και θα δικαιούσαι κάθε πρόνοιας, παρ’ όλο που θα είσαι οικονομικά βελτιωμένος. 

Ίσως τελικά, το περιβόητο κράτος πρόνοιας να είναι κάτι σαν έπαθλο, για τους πολίτες που καταφέρνουν να παραμένουν ζωντανοί και υγιείς κάτω από αυτήν την κρατική και ανελέητη τιμωρησία.

Μόνο σε μας, η κρατική πολιτική, όσο πιο “κοινωνική” γίνεται, τόσες περισσότερες αδικίες δημιουργεί. Φανταστείτε δηλαδή, να μην ήταν και προτεραιότητα των κυβερνήσεων. Δε θα είχε μείνει κανείς ζωντανός και εργαζόμενος. 

Μετά από όλα αυτά, τι να πει κανείς άλλο;

Ο Θεός μαζί μας.




Μουσική-Ταινίες-Βιβλία-Πολιτική

Αυτό είναι το προσωπικό μου μπλογκ. Το διαδικτυακό μου σημειωματάριο.  Ο χώρος για να γράφω ό,τι θεωρώ τόσο ωραίο και αξιοσημείωτο ώστε να πρέπει να μοιραστώ οπωσδήποτε μαζί σας. Ο τίτλος αναφέρει ξεκάθαρα τις αγαπημένες μου ασχολίες. Οι οποίες είναι και διάφορα άλλα πράγματα που πάνε κι έρχονται, όπως οι γάτες και γενικώς τα ζώα και κυρίως τα αδέσποτα, η τέχνη εκτενέστερα σε όλους τους τομείς της, τα "ανέκδοτα" περιστατικά, οι αναμνήσεις, όπως και οι διάφορες ιστορίες που μου έχουν συμβεί ή μου έχουν διηγηθεί κατά καιρούς και είναι τόσο ωραίες. 

Να σας πω όμως πρώτα δυο λόγια για την αφεντιά μου.

Λέγομαι Νίκος Ορφανός. Είμαι ηθοποιός και ενίοτε σκηνοθετώ. Είμαι ένας προλετάριος με μηδαμινά περιουσιακά στοιχεία. Μετά 26 χρόνω ατελείωτης δουλειάς, χωρίς ασωτίες και σπατάλες, έβγαλα ελάχιστα έως καθόλου χρήματα. Αντιλαμβάνεστε ότι είμαι κάπως αποτυχημένος. Από την άλλη η περιουσία μου είναι βασικά κινητής φύσεως: είναι οι δίσκοι μου, τα σιντί μου, τα βιβλία μου, η ταινιοθήκη μου, οι γάτοι μου, κάτι παλιά συναισθηματικής αξίας ρολόγια, κάτι φωτογραφικά αρχεία, αλλά και κάτι άυλα πράγματα, όπως κάποιες πολύτιμες αναμνήσεις, κάποιες γνωριμίες με σπάνιας αξίας ανθρώπους, κάποιες ωραίες κουβέντες που μου είπαν σε ανύποπτες στιγμές.
Και φυσικά η σύζυγός μου και ο γιόκας μου που είναι οι βασικοί λόγοι για να είμαι ζωντανός. 

Μεγάλωσα σε μια γειτονιά λαϊκή στον Άη Γιάννη το Ρέντη. Ο ένας μου παππούς ήταν από την Κρήτη και ο άλλος από την Ευρυτανία.  Άσκησα κάθε μορφή Υποκριτικής ως ηθοποιός, έπαιξα σχεδόν σε όλα τα είδη, θεατρικά και τηλεοπτικοκινηματογραφικά, εκτός από πορνό. Αρθρογράφησα σε τρία σάιτ, στα Protagon, The Machine & Rock your life. Υπήρξα βουλευτής με το κόμμα το Ποτάμι για εφτά μήνες. Η πολιτική προέκυψε στη ζωή μου χωρίς να την επιδιώξω. Και θα συνεχίσω να μην την επιδιώκω. 

Μου αρέσει να είμαι χρήσιμος στην κοινωνία. Προσπαθώ να κάνω αυτό που μου είχε πει ο πατέρας μου. Κάποιες φορές τα καταφέρνω, κάποιες άλλες λιγότερο. Δεν πειράζει.

Ελπίζω να μη βαρεθείτε με τις αναρτήσεις μου. Μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου. 
Πάντα με σεβασμό και ευγένεια.

Αγαπητοί συνταξιδιώτες, καλό μας ταξίδι λοιπόν!