Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Η Δραπετσώνα του Καραγάτση που είναι λίγο και δική μου.


Η Δραπετσώνα είναι η γειτονιά του Πειραιά που δε χορταίνω να περπατάω. Η γωνιά στη γέφυρα του τρένου στον 'Αη Διονύση με κάνει πάντα να κοντοστέκομαι. Οι ράγες του τραμ θαμμένες στην άσφαλτο, όπου σώζονται ακόμη. Τα παλιά σπίτια. Το λιμάνι στο βάθος της κατηφόρας. Κάποια ωραία κουτούκια και μερικά θαυμάσια παλαιοπωλεία. 

Ανάτρεξα στο Γιούγκερμαν, σε μια εξαίσια διαδρομή στη Δραπετσώνα της δεκαετίας του '30, όπως τη χάραξε στο χαρτί και στην αιωνιότητα ο Μ.Καραγάτσης.
Ιδού η μεταγραφή που έκανα για σας, Πειραιώτες και μη. Απολαύστε γραφή υψηλού επιπέδου:

"...Μπροστά στο Δημοτικό Θέατρο πρόσταξε τον σωφέρ να σταθεί:
-Πήγαινε, του είπε, στ' ανθοπωλεία, κι αγόρασε λίγα λουλούδια. Τα καλύτερα που θα βρεις.
     Σε λίγο ο σωφέρ γύρισε με μιαν αγκαλιά τριαντάφυλλα και ντάλιες. Τ' απόθεσε πλάι στον αφεντικό του και περίμενε διαταγές. 
-Πάρε το δρόμο της Δραπετσώνας.
 Πέρασαν τη λεωφόρο του λιμανιού. Το σούρουπο τραβούσε ακόμα σε μάκρος, αλλάζοντας διαρκώς τ' αμέτρητα χρώματά του. Ήταν η ώρα που σάλπαραν τα βαπόρια, χαμηλά και πολύφωτα πάνω στην πορτοκαλιά θάλασσα, αφήνοντας ξοπίσω τους χαμηλές τολύπες από καστανό καπνό. Από τα κατάμεστα καταστρώματα κουνιόνταν μαντίλια χαιρετισμού, κι η παραλία απαντούσε μ' άλλα μαντίλια. Στο δρόμο κυκλοφορούσε το αιώνιο πολύχρωμο κι αόριστο πλήθος των τόσων ανθρωπάκηδων, που γυρνούσαν απ' τη δουλειά στα σπίτια τους χαζεύοντας. Κι άξιζε να χαζεύουν. Ήσαν τόσα πράματα ολόγυρά τους, μα και τίποτα ορισμένο. Ήταν τόσο χρυσός ο ουρανός, τόσο χλιαρός και φωτεινός ο αέρας. Κι αυτοί οι ίδιοι τόσο παράξενοι και κοινότατοι, που άξιζε τον κόπο να χαζεύουν και ν' αλληλοχαζεύονται. Τα ρολά των μαγαζιών έκλειναν με πάταγο, κι οι έμποροι τραβούσαν στην αγορά να ψωνίσουν. Οι νεαροί υπάλληλοι, με την κυματιστή χτενισιά και τη λασκαρισμένη χοντρόκομπη γραβάτα -υψηλό πειραιώτικο σικ-, έριχναν πειραχτικά λόγια στα ξεσκούφωτα κορίτσια, που προσπερνούσαν σε γελαστές παρέες. Άλλοι πάλι, εργάτες κουρασμένοι από τους εκατό ημερήσιους τόνους που κουβαλούσαν στην πλάτη τους, τραβούσαν σιωπηλοί κατά τα ουζάδικα, όπου τους περίμενε το ξαπόσταμα του αλκοόλ. Στις δέστρες καθόνταν καβάλα έφηβοι αλήτες, με γυμνές ψημένες γάμπες, και φτύναν στο νερό κοιτώντας το φευγάτισμα των βαποριών. Σε κάποιο ουζάδικο, το γραμμόφωνο τραγούδαγ' ένα σερέτικο σκοπό γοργό, αλανιάρικο, μπαμπέση, βέρο πειραιώτικο, γεμάτο τσαλίμια και μαγκιά, όλο ψευτοπαράπονο και παλιανθρωπιά:

Γιαμ-γιουμ, δε σε θέλω πια,
στο διάβολο να πας,
και συ και η μαμάκα σου
κι ο ναύτης που αγαπάς!

  Τραγούδι παλιό, ξεχασμένο, που Κύριος οίδε που το ξετρύπωσε ο γραμμοφωνατζής. Ο Γιούγκερμαν ξανάκλεισε τα μάτια. Θυμήθηκε εκείνη τη γεναρίτικη βροχερή νύχτα, που ξεμπάρκαρε  από την "Κλεοπάτρα" στον έρημο ντόκο, ντυμένος τη στολή των Κοζάκων της Φρουράς. Έτσι και τότε, κάποιος αργοπορημένος μπέκρος τραγουδούσε τον ίδιο σκοπό, μες στην ψιλή ψιχάλα και το πηχτό σκοτάδι.Και στάθηκαν με το Λιάπκιν - τι να γίνεται ο Λιάπκιν;- κι άκουσαν το άπιστο τραγούδι που τους υποδέχτηκε στην άγνωστη πολιτεία...
  Πέρασαν τη Ζέα και πήραν το δρόμο της Δραπετσώνας. Καθώς ο σωφέρ έκανε να στρίψει αριστερά, κατά το εργοστάσιο των Σκλαβογιάννηδων, ο Βάσιας τον εμπόδισε:
-Όχι από δω! Κάνε δεξιά. Στο νεκροταφείο.
  Η μεγάλη πόρτα ήταν κλειστή, τέτοιαν ώρα. Ο θυρωρός έπαιρνε τον αέρα του σε μια καρέκλα, πλάι στον τοίχο. Ξαφνιάστηκε βλέποντας την Πάκαρ να σταματάει, και σηκώθηκε να ιδεί τι τρέχει. Μα σα γνώρισε το Γιούγκερμαν, έβγαλε το καπέλο του μ' εκείνο το σεβασμό που δημιουργούν στις ψυχές των ανθρώπων τα γενναία ρεγάλα. Δίχως να πει λέξη άνοιξε το πλαϊνό πορτάκι, απ' όπου ο νυχτερινός επισκέπτης τρύπωσε φορτωμένος λουλούδια.
  Προχώρησε ανάμεσα στους τάφους, τους ντυμένους από τα πρώτα γαλάζια αντιφεγγίσματα του βραδιού. Ο θυρωρός πίσωθέ του. Ο Αποσπερίτης τρεμόλαμπε πάνω από τις αιχμές των σκοτεινών και ασάλευτων κυπαρισσιών. Ήξερε το δρόμο του. Εκεί, κοντά στο μεσημβρινό τοίχο, κάτω από τον εναέριο σιδηρόδρομο της Εταιρείας Λιπασμάτων, ήταν ο τάφος της. Ένας τάφος μικρός, ελάχιστος, όσο και το κορμί της. Κι ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός, σαν το γλυκό μαρτύριό της. Ένα καντηλάκι τρεμόσβηνε πάνω απ' το κεφάλι της, αναμμένο από ευλαβικό χέρι μητέρας ή αδερφής. Λίγα λουλουδάκια ψευτοζούσαν στο χώμα που τη σκέπαζε. Ήταν ήσυχη, εκεί πέρα. Κανείς δεν την ενοχλούσε πια. Κοιμόταν τον αιώνιο ύπνο της λικνισμένη από τη βοή της ζωντανής πολιτείας που ξαπλωνόταν χαμηλά, προς το λιμάνι και το Κερατσίνι, ψηλά προς την Κοκκινιά. Κάθε δυο λεπτά, ένα βαγονέτο του εναέριου σιδηρόδρομου περνούσε πάνωθέ της -ένα κατά δω, ένα κατά κει- κι ίσως αυτό το πήγαιν' έλα να της κρατούσε συντροφιά, να τη διασκέδαζε στη μεγάλη ανία που ήταν γι' αυτή ο θάνατος..."


Για τη μεταγραφή: Νίκος Ορφανός.
Υ.Γ. Κάντε που και που μια βουτιά στους μεγάλους μας λογοτέχνες. Ξαναβλέπεις τη ζωή με πιο φρέσκια ματιά. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου